28/4/08

Η καινούρια παλιά μου πόλη

Οι γιορτές είναι συνήθως ευκαιρία να θυμηθούμε την γωνιά που μεγαλώσαμε και τους ανθρώπους, γέρους πια, που συνέβαλαν σε αυτό.

Αυτή η επιστροφή στις ρίζες έχει κάθε φορά διαφορετικό χρώμα. Τα πρώτα χρόνια είναι ευκαιρία να δεις τα φιλαράκια σου, να θυμηθείς τις σχολικές σου σκανδαλιές. Όσο απομακρύνεσαι από την χρονική αφετηρία η επιστροφή θυμίζει ανασκαφή, η οποία βγάζει στο φώς κάτι καλά ξεχασμένο, που αν και ευχάριστο, τώρα σου φέρνει μελαγχολία και ένα περίεργο κενό: το κενό που εύχεσαι να είχες γεμίσει με όλα αυτά τα οποία ονειρευόσουν να ζήσεις, αποχαιρετώντας την πόλη σου για πρώτη φορά.

Η βόλτα στα μαγαζιά είναι μια αποκάλυψη… «Θα πας να τα πάρεις από εκείνο το μαγαζάκι, στην πλατεία…» . Το παλιό μαγαζάκι με «Είδη διατροφής» έχει μετατραπεί σε ένα πολυτελέστατο αρτοποιείο και η κυρά-Κούλα , που σε χαιρέταγε με ένα πλατύ χαμόγελο: «Καλώς το κορίτσι», μάλλον έχει πάρει σύνταξη πια, γιατί τώρα στην υποδοχή βρίσκεται μια ευγενική κοπελίτσα: «Παρακαλώ, τι θα θέλατε;» . Στο επόμενο κατάστημα με περιμένει μια έκπληξη. «Θα ήθελα…» το μάτι σταματάει σε μια ανδρική φιγούρα που κάτι μου θυμίζει.. «Θοδωρή;» . Ο Θοδωρής, ένας πρώην Δον-Ζουάν των δυτικών προαστίων, και νυν τριαντα-φευγάρης, με την κοιλίτσα ενός καλού οικογενειάρχη που σέβεται τον εαυτό του, και μερικές επαναστατημένες τρίχες στο κατά τα άλλα λαμπερό κεφάλι, χαμογελάει . «Και έλεγα , είσαι –δεν είσαι …» . 'Αντε να χωρέσεις κοντά είκοσι χρόνια σε μερικές προτάσεις. «Τελείωσα την σχολή, αλλά δεν… Από ‘δώ η γυναίκα μου… Η ζωή; Εδώ…Το μαγαζί, τα πιτσιρίκια …» Και η ζωή συνεχίζεται… Συνεχίζεται, άραγε ;;

Ξαφνικά συνειδητοποιώ ότι δεν ξέρω που πάω. Οι οδηγίες που μου δίνει κάποιος περαστικός είναι ιδιαίτερα κατατοπιστικές : «Α, ναι! Είναι κοντά στον ‘Ελευθερουδάκη’...» Στον ποιόν ;! Μου έρχεται στο μυαλό ένα επταώροφο κτήριο στην Πανεπιστημίου των Αθηνών, και με πιάνει απόγνωση: στην πόλη που κάποτε παινευόμουν ότι ήξερα την κάθε γωνιά, τώρα αισθάνομαι χειρότερα και από τουρίστας!

Δεν νιώθω να ανήκω πια σ’ αυτήν την πόλη. Το χειρότερο είναι ότι δεν νιώθω να ανήκω ούτε στον τόπο που δηλώνω ως μόνιμη κατοικία. Συνήθιζα να λέω ότι τον τόπο σου δεν τον κάνουν τα κτήρια, αλλά οι άνθρωποι: όταν περιβάλλεσαι από ανθρώπους που αγαπάς, σημαίνει ότι βρίσκεσαι στον τόπο σου. Ποτέ δεν προβληματίστηκα τι γίνεται όταν μας τελειώσουν οι εν λόγω άνθρωποι, και σου μένουν τα κτήρια...

Στα εφηβικά μου χρόνια, όποτε με πιαναν οι μαύρες μου, στρωνόμουνα στο αγαπημένο μου παγκάκι, που κατ’ εμέ έχει το καλύτερο ηλιοβασίλεμα της πόλης, και άφηνα το θαλασσινό αεράκι να ανακατέψει τις σκέψεις μου, για να τις ρίξει στο μονοπάτι που σχημάτιζε ο ήλιος στα νερά της θάλασσας, μπας και πάρουν λίγο από το φώς του. Πολύ χάρηκα που το παγκάκι ήταν εκεί, έστω και σε μια πιο σύγχρονη εκδοχή του. Ευτυχώς το αεράκι συνεχίζει να μυρίζει θάλασσα, και το μονοπάτι παραμένει εξίσου φωτεινό... Τι καλά που μερικά πράγματα δεν αλλάζουν!



Η επιστροφή στις ρίζες έχει κάθε φορά διαφορετικό χρώμα.... Αυτήν την φορά έχω την αλλόκοτη αίσθηση ότι ένας κύκλος της ζωής μου ολοκληρώθηκε και είμαι στο κατώφλι ενός άλλου, που δεν ξέρω πως θα είναι, ξέρω όμως σίγουρα ότι θα είναι κάτι εντελώς διαφορετικό...

Χριστός Ανέστη και Χρόνια μας Πολλά!

23/4/08

Περί ορέξεως, κολοκυθόπιτα.

Έκλεισα το τηλέφωνο και με ζώσαν οι τύψεις. «Τι σου έφταιγε τώρα ο άνθρωπος; Σου είπε τίποτα κακό; Απλά ότι του αρέσει να σε βλέπει και να κάνετε παρέα...» «Ναι, αλλά εγώ δεν θέλω! Γιατί...Γιατί έτσι!!»

Νομίζω ότι έχω ανάγει την απόρριψη σε επιστήμη. Η προσέγγισή μου θυμίζει συνηθισμένη τακτική ηρώων ηλεκτρονικών παιχνιδιών: εκεί που το πλασματάκι είναι απόλυτα φιλικό και συζητήσιμο, με το που θα πεις την κατάλληλη ατάκα, μετατρέπεται σε τερατάκι και σε τρώει. Κατά τρόπο αντίστοιχο, με το που περάσει κάποιος τα αόρατα σύνορά μου, ξαφνικά αρχίζει και βαράει η σειρήνα του συναγερμού και πετιέται μια αναβοσβήνουσα ταμπέλα που γράφει με τεράστια γράμματα: «Προσοχή δαγκώνει!». Δεν λέω, η τακτική έχει αποδειχτεί εξαιρετικά αποτελεσματική, μιας και ακόμα και οι πιο τολμηροί δεν κατάφεραν να πλησιάσουν κοντύτερα από απόσταση βολής πυραύλου!

Δεν τον καταλαβαίνω τον εαυτό μου... Δεν τον καταλαβαίνω καθόλου! Αλήθεια σας λέω... Έχω επενδύσει σεβαστές ποσότητες χρόνου και χρήματος, για να εξοπλιστώ με όλα τα κατάλληλα σύνεργα και αξεσουάρ που να μου επιτρέπουν να μην περνάω (τελείως) απαρατήρητη, και όταν βρίσκεται κάποιος να με διαβεβαιώσει ότι οι προσπάθειές μου δεν ήταν μάταιες, μόνο που δεν τον βρίζω...Εξοργιστικό και όμως αληθινό!

Πείτε με τρελή, αλλά οι συνηθισμένες αβρότητες που χρησιμοποιούνται στην πιάτσα: κολακεία σύννεφο, εκδηλώσεις υπερβολικού θαυμασμού, χειροφίλημα (ούτε παπάς να ήμουνα!) όχι απλά δεν με συγκινούνε , αλλά με κάνουν να αισθάνομαι άβολα σε σημείο εκνευρισμού! Από την άλλη, η χύμα προσέγγιση του «γουστάρεις να ζευγαρώσουμε», προς μεγάλη απογοήτευση των οπαδών της, δεν ξυπνάει μέσα μου το ζώο, αλλά μάλλον τον κυνικό εαυτό μου, που είναι εξίσου δραστικό με ένα παγωμένου ντους.

Δεν τα πήγαινα που δεν τα πήγαινα ποτέ καλά με τα συνήθη κοινωνικά πρότυπα συμπεριφοράς, τώρα τελευταία έχω παρατηρήσει ότι μου δημιουργούν μια γκάμα αλλεργικών αντιδράσεων, που ξεκινάνε από απλό ξερόβηχα, και φτάνουν μέχρι την άκρως ευχάριστη συμπεριφορά –παγόβουνο. Λέτε να είναι σοβαρό;;;

18/4/08

Will you be my friend?


[...] Friendship is freedom, is flowing, is rare.
It does not need stimulation, it stimulates itself.
It trusts, understands, grows, explores,
it smiles and weeps.
It does not exhaust or cling,
expect or demand. It is--and that is enough […]
James Kavanaugh
Όταν πρωτοδιάβασα τις παραπάνω σειρές ήμουν στην ηλικία που ανακάλυπτα τον κόσμο που βρισκόταν έξω από την πόρτα του σπιτιού μου. Μου έκαναν τόση εντύπωση που το είχα βάλει φάτσα-κάρτα στο γραφείο μου για να μην το ξεχνάω ακόμα και όταν πήγαινα για ύπνο. Από τότε μου δόθηκαν αρκετές ευκαιρίες να εκτιμήσω την αλήθεια της κάθε λέξης...
Η φιλία είναι από τα ελάχιστα πράγματα που μπορεί να σου δώσει ένα απίστευτο αίσθημα ελευθερίας. Σαν αυτό που θα πρέπει να νιώθει κανείς όταν κάνει ελεύθερη πτώση, ξέροντας ότι πρίν γίνει χαλκομανία στην προσγείωση, θα ανοίξει το αλεξίπτωτο. Και στη ζωή μου βρέθηκα αρκετές φορές να κάνω ελεύθερη πτώση…Και νιώθω πολύ τυχερή που είχα πάντα ένα-δύο αλεξίπτωτα να με σηκώνουν, πριν την ανώμαλη προσγείωση.
Όταν πνίγεσαι ψάχνεις από κάπου να πιαστείς. Είναι οι στιγμές της αγωνίας που μαζί με τον αερά έχεις αρχίσει να καταπίνεις και νερό. Δεν είναι εύκολο να σώσεις κάποιον που πνίγεται, χωρίς να κινδυνέψεις να πνιγείς και εσύ. Και γι’ αυτό δεν το τολμάει ο καθένας.
Η φιλία είναι λεύτερη, κυλάει, είναι σπάνια...
Δεν χρειάζεται ερεθισμούς, είναι ερεθισμός η ίδια...
Κάποια στιγμή, κάποιος μου είχε πει ότι «η ειλικρίνεια είναι σαν το δούρειο ίππο». Δεν μπορώ να συμμεριστώ την άποψη γιατί απλά πιστεύω ότι η ειλικρίνεια είναι το μόνο πράγμα που μπορεί να οδηγήσει στην εμπιστοσύνη. Και η εμπιστοσύνη είναι η σανίδα σωτηρίας, όταν νιώθεις ότι όλα τα άλλα γύρω σου έχουν βουλιάξει.
Φέτος είναι η αργυρή επέτειος μιας φιλίας. (Λινάκι, νομίζω ότι κάπως πρέπει να το γιορτάσουμε αυτό. ). Μιας φιλίας που ξεκίνησε όταν, όπως όλα τα παιδιά, θέλαμε να αλλάξουμε τον κόσμο (θυμάσαι τον «κύκλο με την κιμωλία»;), μεγάλωσε μαζί μας, εξερεύνησε άγνωστα και πολλές φορές κακοτράχαλα μονοπάτια, πέρασε χαρές και απογοητεύσεις για να καταλήξει σε αυτό που είναι: μια σταθερή κουκίδα στον διαρκώς μεταβαλλόμενο χάρτη της ζωής μας. Και αυτό είναι παραπάνω από αρκετό.
Κατά καιρούς είχαμε και συνοδοιπόρους. Κάποιοι αντέξανε παραπάνω, κάποιοι λακίσανε με το πρώτο φυσηματάκι του αέρα. Πανούλη, εσύ αποδείχτηκες ο πιο ανθεκτικός στη διαβρωτική δύναμη του χρόνου και της οξειδωτικής επίδρασης «της νοτιάς των ανθρώπων». Και σ’ ευγνωμονώ γι’ αυτό.
Μια σοφή λαϊκή παροιμία λέει: «οι καλοί φίλοι είναι σαν τα αστέρια: δεν τα βλέπεις πάντα, αλλά ξέρεις ότι είναι πάντα εκεί». 'Οσο καλή πυξίδα και αν έχει κανείς στα ταξίδια του, τα αστέρια είναι και θα παραμείνουν σταθερή αξία....

13/4/08

Τρείς ανακαλύψεις και μια διαπίστωση...

Πρώτα ήταν τα παιδιά. Ένα συνονθύλευμα από φατσούλες: κάτασπρες, κατάμαυρες, κίτρινες, Για πρώτη φορά ερχόμουν σε άμεση επαφή με το «υπόστρωμα» της παιδαγωγικής διαδικασίας, στην πιο original μορφή της. Ένα δημοτικό σχολείο, κάπου στο κέντρο της Αθήνας με όλη την αφρόκρεμα των μεταναστευτικού κύματος των τελευταίων χρόνων.
Δεν ήξερα σε τι γλώσσα να μιλήσω. Ίσως η νοηματική ήταν η πιο κατάλληλη. Τουλάχιστον θα με καταλάβαιναν όλα. Τα περισσότερα με κοίταζαν με φοβισμένα ματάκια, χωρίς να τολμούν να εκφράσουν την απορία τους ή την επιθυμία τους, μην τυχών και ακουστούν αστεία με τα σπασμένα ελληνικά τους. Στην πορεία ανακάλυψα ότι η γλώσσα ήταν για αρκετά από αυτό το μικρότερο πρόβλημα.
Κάθε μέρα στο προαύλιο γινόταν έναν μικρός πόλεμος. Όλο και κάποιος χτύπαγε, όλο και κάποιος έβριζε. Η λέξη συγγνώμη δεν υπήρχε ούτε καν σαν πιθανότητα. Κάθε ενόχληση, ακόμα και τυχαία έπρεπε να ξεπληρωθεί με προσβολή, στην καλύτερη περίπτωση, ή με γρονθοκόπημα, στη χειρότερη. Μετά το πρώτο σοκ ρώτησα μια παλιότερη δασκάλα αν υπάρχουν εντοπισμένες προβληματικές περιπτώσεις παιδιών. Το σοκ που μου προκάλεσε η απάντηση ήταν χειρότερο από το αρχικό: «Δεν τα βλέπεις; Όλα προβληματικά είναι!» . Δαγκώθηκα για να μην μου ξεφύγει το αυθόρμητο: « Και εσείς τι κάνετε γι’ αυτό;»
Το περιστατικό μου θύμισε μια μικρούλα, κάμποσα χρόνια πριν, που έχοντας μόλις υιοθετήσει ένα γατάκι, παρασύρθηκε από την χαρά και σήκωσε για πρώτη φορά το χέρι της για να το μοιραστεί με την τάξη, αψηφώντας τα σπαστά ελληνικά της. Η απάντηση της δασκάλας ήταν: «Ωραία, κρέμασέ το στο μπαλκόνι του σπιτιού σου (που ήταν ορατό από τα παράθυρα της τάξης) για να το δούμε!» . Η τάξη γέλασε, και το κοριτσάκι άργησε πάρα πολύ να ξανασηκώσει το χέρι του για να πει οτιδήποτε.
Τα δύο περιστατικά απέχουν μεταξύ τους πάνω από 25 χρόνια. Απ’ ότι φαίνεται όμως η παιδαγωγική ευαισθησία των λειτουργών της εκπαίδευσης είναι κάτι που δεν ακολουθεί την φυσιολογική πορεία της εξέλιξης.
Το δεύτερο ήταν ένα μικρό άρθρο σε κυριακάτικη εφημερίδα με τον τίτλο «Παιδιά χωρίς πατρίδα» ("ΒηMagazino" 6/4/2008) όπου μεταξύ άλλων ο δημοσιογράφος εκφράζοντας την άποψή του γράφει: «είναι φοβερό να ζεις ανάμεσα σε δύο πατρίδες, ξεριζωμένος βίαια από τη μία, «φυτεμένος» σχεδόν βίαια στην άλλη. Με τις ρίζες σου να μην αναγνωρίζουν το νέο χώμα, να αντιδρούν στην ξένη, για το δικό τους γούστο, σύστασή του.» Στο παραπάνω σχολείο, με τις πολύχρωμες φατσούλες, κάποια στιγμή έπεσε στα χέρια μου ένα λεύκωμα, από αυτά που συνηθίζουν τα κοριτσάκια να φτιάχνουν στην ηλικία των 10-12 χρόνων. Είχα συμπληρώσει και εγώ κάμποσα απ’ αυτά, στα νιάτα μου. Δεν θυμάμαι όμως να έχω δεί σε κανένα, μέχρι τώρα, ερώτηση: «Από ποια χώρα είσαι;». Δεν είναι όμως μόνο η ερώτηση που ξαφνιάζει. Είναι που από τις 15-20 απαντήσεις δεν υπήρχε καμία που να λέει Ελλάδα. Να θυμίσω ότι το σχολείο είναι ένα δημόσιο δημοτικό σχολείο, κέντρο-καράκεντρο Αθηνών.
Το τρίτο ήταν ένα βιβλίο, που έπεσε τυχαία στην αντίληψή μου. «Ο ευαίσθητος εαυτός» του Boris Cyrulnic. Διαπραγματεύεται την ικανότητα ανάκαμψης μετά από μια τραυματική εμπειρία που έχει προκαλέσει ρήξη της συνέχειας στην συναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού. Μεταξύ άλλων αναφέρει: «είναι εκπληκτικό να διαπιστώνεις πόσο οι εκπαιδευτικοί υποτιμούν την επίδραση της προσωπικότητάς τους και υπερτιμούν τη μεταβίβαση γνώσεων[..]. Ένας εκπαιδευτικός μπορεί να μεταμορφώσει ένα παιδί με μια απλή κουβέντα ή ένα βλέμμα με νόημα .(«Μεταμόρφωση» σημαίνει αλλαγή μορφής, όχι αναγκαστικά βελτίωση)». Έχοντας χάσει την συναισθηματική ασφάλεια που προσφέρει ένα σταθερό οικογενειακό ή ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον, το παιδί βρίσκει συχνά αποκούμπι στην μορφή ενός άλλου ενήλικα, που ασκεί κάποια μορφή εξουσίας επάνω του, όπως πχ ο εκπαιδευτικός. Όσο μεγαλύτερο το συναισθηματικό κενό που υπάρχει τόσο μεγαλύτερη και η εξάρτηση του παιδιού από το εναλλακτικό στήριγμα.
Άραγε πόσοι από τους λειτουργούς του παιδαγωγικού επαγγέλματος έχουν επίγνωση της δύναμής τους στη διάπλαση του χαρακτήρα των παιδιών;
Ο Kahlil Gibran στον «Προφήτη» αναφερόμενος στη δουλειά λέει: «Το να δουλεύετε με αγάπη σημαίνει να γεμίζετε όλα τα πράγματα που φτιάχνετε με μια ανάσα από το ίδιο σας το πνεύμα». Πόσο σημαντικό γίνεται αυτό αν η «δουλειά» είναι λειτούργημα και τα «πράγματα που φτιάχνονται» είναι άνθρωποι, μελλοντικά μέλη μιας κοινωνίας!
«Αυτός πριν προλάβει να βγάλει το γυμνάσιο θα γίνει εγκληματίας», συζητάνε οι «εκπαιδευτικοί» του εν ‘λόγω σχολείου μεταξύ τους, σχολιάζοντας την συμπεριφορά μιας συνηθισμένης «προβληματικής» περίπτωσης. Κανένας όμως δεν αναρωτήθηκε σε πιο βαθμό θα ευθύνονται οι ίδιοι για μια τέτοια εξέλιξη, όταν το παιδί έχοντας φτάσει πέμπτη δημοτικού δεν έχει μάθει να διαβάζει και να κάνει τις βασικές αριθμητικές πράξεις. Και κανένας τους δεν προβληματίστηκε, βλέποντας το παιδί να στέκεται δύο ώρες έξω από την αυλόπορτα περιμένοντας το γονιό να έρθει να το πάρει και τελικά να φεύγει μόνο του, πως ένιωθε όταν προσπαθούσε να πείσει πως «η μαμά μου τώρα θα έρθει», όσους τον ρωτούσαν τι περιμένει.
Και η διαπίστωση... Δεν υπάρχουν προβληματικά παιδιά. Υπάρχουν προβληματικοί ενήλικες, που έχοντας βολευτεί στο μικρό ασφαλή κόσμο της καθημερινής τους ρουτίνας ξεχνάνε να δούνε τον περίγυρο με τα μάτια του παιδιού. Και αν η κατανόηση είναι απαραίτητο συστατικό στην επικοινωνία των ενηλίκων, στην επικοινωνία με τα παιδιά μπορεί να καθορίσει ολόκληρη την μετέπειτα προσωπικότητά τους.

9/4/08

Χάρτινα είδωλα...


Τι να τις κάνω τις τιμές τους,
Τα λόγια τα θεατρικά,
Μες στην οθόνη του μυαλού μου,
Χάρτινα είδωλα νεκρά….

Πόσο χρειαζόμαστε τον άλλον άνθρωπο που δίνει νόημα στη ζωή μας… Και πόσο πονάει όταν ανακαλύπτουμε ότι το νόημα το δώσαμε εμείς οι ίδιοι, φορώντας το προσωπείο του ιδανικού σε κάποιον που μόνο ιδανικός δεν ήταν.

Και όταν οι μάσκες επιτέλους πέφτουν, και συνειδητοποιείς ότι τόσο καιρό είχες μπροστά σου ένα πορτρέτο και όχι τον πραγματικό Ντοριαν Γρέι, νιώθεις τη γή να χάνεται κάτω απ’ τα πόδια σου…. «Και τώρα?»

Με τι κουράγιο να μαζέψεις τα κομματάκια της ψυχής σου και να γυρίσεις πίσω στο σταυροδρόμι, για να διαλέξεις άλλο μονοπάτι;

Απεχθάνομαι τους ανθρώπους που επιζητούν τη βολή τους με το μικρότερο δυνατό κόστος… Όλους αυτούς που θέλουν την πίτα αφάγωτη και τον σκύλο χορτάτο, αδιαφορώντας για τις συνέπειες που αυτό μπορεί να έχει στους ανθρώπους γύρω τους. Το τραγικό είναι ότι οι ίδιοι ούτε καν το συνειδητοποιούν.

Δεν νιώθω θλίψη, μα μου ‘χει λείψει,
Το λάγνο ψέμα σου που τα ‘κανε όλα ωραία…

1/4/08

Α μπεμπα μπλομ...


Τα πολλά λόγια είναι φτώχεια, λένε. Τότε γιατί ξοδεύουμε τόσους τόνους χαρτιού για να γράφουμε βιβλία; Και όχι μόνο! Τηλεόραση, ραδιόφωνο, διαδίκτυο... Λόγια εκφρασμένα ποικιλότροπος.
Κάτι που επίσης ποτέ δεν κατάφερα να απαντήσω είναι , γιατί οι σκέψεις μας θα πρέπει να έχουν έναν αποδέκτη. Γιατί θα πρέπει να βγουν από το κεφάλι μας και να μπουν στο κεφάλι κάποιου άλλου; Γιατί να μην μας αρκεί απλά να σκεφτόμαστε;
Σκέψεις ατάκτως ριγμένες. Τρείς λέξεις που περιγράφουν πλήρως την συνήθη κατάσταση του ξύπνιου μου. Ίσως θα πρέπει να κοιμάμαι περισσότερο: τα όνειρα μου φαίνονται πιο οργανωμένα στη λογική τους.
Αρκετές φορές αναρωτιέμαι αν υπάρχει κάτι που θα με γέμιζε από μόνο του. «Ψάξε, ψάξε, δεν θα το βρεις...» . Όχι, εγώ το λέω αυτό, στον εαυτό μου πάλι. Πραγματικά όμως, θα ήθελα να βρω κάτι που να με γεμίζει από μόνο του.
Το σίγουρο είναι ότι δεν μπορώ να είμαι «μπλαζέ», όπως είπε και η Συλβί Γκιλιέμ σε μια παράστασή της. Νιώθω το μυαλό μου σαν την τρελόμπαλα που παίζουν οι πιτσιρικάδες, η οποία εξοστρακίζεται προς την πιο απίθανη κατεύθυνση, κάθε φορά που συναντάει κάτι στην πορεία της. Δεν λέω, πλάκα έχει. Το πρόβλημα είναι ότι οι γύρω μου συνήθως δεν βρίσκονται στο ίδιο μήκος κύματος. Και το μυαλό τους εξοστρακίζεται, αλλά πολύ φοβάμαι προς πολύ, συγκεκριμένη κατεύθυνση!
Άραγε, τι μου επιφυλάσσει το αύριο; Είναι φορές που το περιμένω σαν χριστουγεννιάτικο δώρο, με όλη την έξαψη που έχει κανείς όταν ανοίγει το περιτύλιγμα. Μου τη σπάνε όμως εκείνα τα μουντά και άχαρα πρωινά , που η μέρα σου φαίνεται σαν κάτεργο.
Λοιπόν, η ζωή του ενήλικα με κουράζει. Όχι γιατί είναι σωματικά κουραστική, άλλα γιατί έχει πολύ συγκεκριμένη δομή. Προτιμώ να βλέπω την καθημερινότητα σαν παιχνίδι. Ρίχνεις τα ζάρια και περιμένεις να δεις τι θα δείξουν. Με συναρπάζει το γεγονός των άπειρων πιθανών συνδυασμών... Γιατί να υπάρχουν άνθρωποι γύρω μου που να θέλουν να με «συνετίσουν»;
Δεν θέλω να ενηλικιωθώ, πειράζει;