16/9/08

Ακολουθώντας τα χνάρια των ήχων.


Φαντάζομαι όλα ξεκίνησαν όταν οι πρώτοι ήχοι ενός πιάνου, που ενοχλείται από το αδέξιο παίξιμο ενός αρχάριου, ενόχλησαν με τη σειρά τους τα αυτιά μου, σε μια ηλικία που δεν μπορούσα ακόμα να εκφράσω την δυσαρέσκειά μου παρά μόνο με το κλάμα. Ένα-δυο χρόνια αργότερα ακολούθησαν κάποιες ιστορικές οικογενειακές ηχογραφήσεις, με βάση τις οποίες μάλλον δεν θα μπορούσα να χαρακτηριστώ ως το παιδί θαύμα, καθώς το παιδικό τραγουδάκι : μι-ντο, μι- ντο, φα-μι-ρε, σολ-σολ-λα-σι-ντο-ντο-ντο, απαιτούσε συλλογικές προσπάθειες για να ακουστεί από τα δάκτυλά μου. Έτσι έμαθα τη λέξη «μουσική».
Δεν με απασχόλησε για πολύ καιρό τι μπορεί να σημαίνει. Έλεγα απλά «αυτό μ’ αρέσει» ή «αυτό δεν μ’ αρέσει», στα ερεθίσματα που έφταναν στα ακουστικά κέντρα του εγκεφάλου μου. Κάποια στιγμή μάλιστα δοκίμασα να αναπαράγω τους ήχους που μου άρεσαν, είτε με την φωνή, είτε αργότερα, με το αγαπημένο μου έγχορδο.
Κατά περίεργο τρόπο, η συμβατική μουσική εκπαίδευση δεν με συγκινούσε. Παρ’ ότι έμαθα τελικά τις βασικές αρχές της αρμονίας και όλη την σχετική θεωρία των διαστημάτων, το έκανα περισσότερο σαν αναγκαίο κακό παρά αναγνωρίζοντας την χρησιμότητά τους. Οι ερωτήσεις : «γιατί να το κάνω;» και «τι χρησιμότητα μπορεί να έχουν» συναντούσε το κενό ή την εξίσου συμβατική απάντηση πως είναι απαραίτητα για να καταλάβει κανείς την μουσική (ή απλά να καταλήξει να πάρει το πτυχίο). Απαντήσεις που μου θύμιζαν τις περιπτώσεις καθηγητών, που ζητάγαν να μάθεις τις ταυτότητες της άλγεβρας (τυποποιημένες λύσεις σύνθετων αλγεβρικών παραστάσεων) χωρίς να σου έχουν δείξει ποτέ την απόδειξη, αφήνοντας να πλανάται μια αόριστη αντίληψη πως πρόκειται για κάποιο «μαγικό κόλπο».
Στην περίπτωση βέβαια της μουσικής υπάρχει όντος κάτι μαγικό, όχι όμως ως προς τη γένεση του ακουστικού ερεθίσματος που χαρακτηρίζεται με τον όρο «μουσική», αλλά μάλλον ως προς το αποτέλεσμα που επιφέρει. Πιθανόν να ήταν αυτό που έκανε τον Πυθαγόρα να φαντάζεται στα βασικά διαστήματα τη θεϊκή παρέμβαση, που τα ήθελε να αντιστοιχούν με αποστάσεις των πλανητών του ηλιακού μας συστήματος μεταξύ τους.
Η «αρμονία των σφαιρών», όπως ονόμασε την θεωρία του, ήταν η μουσική που παρήγαγαν οι πλανήτες με την κίνησή τους, αλλά οι άνθρωποι αδυνατούσαν να την ακούσουν γιατί είτε ήταν τόσο δυνατή που θα τους κούφαινε , είτε απλά, επειδή την άκουγαν από την γένεση τους, δεν την πρόσεχαν. Περίεργο, που μετά από δυόμισι χιλιάδες χρόνια βρέθηκε πως κάποια αστέρια όντως μπορούν να τραγουδούν , όχι όμως με την κίνησή τους, αλλά λίγο πριν το θάνατό τους, κάτι σαν κύκνειο άσμα...
Τώρα ξέρουμε πως ο ήχος δεν είναι μαγικό κόλπο. Είναι απλά ένα κύμα. Αγνή μεταφορά ενέργειας δηλαδή. Χωρίς την παραμικρή μετατόπιση ούτε ενός μορίου ύλης. Η μουσική είναι φυσική! (Κάτι που έκανε τον Αϊνστάιν να λέει πως αν δεν γινόταν φυσικός, θα κατέληγε μουσικός...) Κάθε μουσικό όργανο δεν είναι τίποτα άλλο από κατασκευή, που προορίζεται να μετατρέψει την ενέργεια, την οποία συνεισφέρει ο μουσικός, σε κατάλληλα κύματα, τα οποία καλείται ο κάθε ακροατής να τα αφουγκραστεί, και σαν καλός σερφίστας να απογειωθεί, ακολουθώντας τις θάλασσες τις φαντασίας του.
Η «αρμονία των σφαιρών» έγινε η «αρμονία των αριθμών»: μια σειρά ήχων είναι αρμονικοί μεταξύ τους όταν οι συχνότητες των κυμάτων τους συνδέονται με συγκεκριμένες αναλογίες. Και τώρα τίθεται το ερώτημα: είναι το αυγό που κάνει την κότα ή η κότα το αυγό; Είναι οι αναλογίες που καθορίζουν τις αρμονίες ή είναι το όργανο-υποδοχέας που καθορίζει το αρμονικό και το μη αρμονικό; Ο υποδοχέας, βέβαια, δεν είναι άλλο από το ακουστικό μας νεύρο, που τελικά καταλήγει σ’ αυτό που θεωρητικά πρέπει να γεμίζει το εσωτερικό της κρανιακής μας κοιλότητας.
Οι τελευταίες εξελίξεις στην ψυχολογία της μουσικής δείχνουν πως οι αναλογίες των συχνοτήτων, που χαρακτηρίζουν τους αρμονικούς ήχους, και μόνο αυτές, είναι ικανές να διεγείρουν τα μουσικά κέντρα του εγκεφάλου με τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργήσουν το αίσθημα της ευφορίας, ανάλογο με αυτό που νιώθουμε με το φαγητό ή το σεξ, ή κατά την επήρεια παραισθησιογόνων ουσιών (1). Βρέθηκαν και κάποιοι που σύνδεσαν το ερέθισμα της μουσικής με την μεταβολή του επιπέδου βασικών ορμονών, που επηρεάζουν την γενικότερη συμπεριφορά των ανθρώπων, όπως είναι η τεστοστερόνη (2). Η «πολυτέλεια» της μουσικής μετατρέπεται ξαφνικά σε αναγκαιότητα, αν όχι σε ένστικτο...
Νομίζω πως επιτέλους μπορώ να αποδώσω έναν ορισμό στη λέξη «μουσική». Είναι μια διαρκώς παλλόμενη ενέργεια, που συντονίζεται με την ενέργεια του δικού μας οργανισμού, για να μας εξιτάρει, να μας γαληνεύσει, και τελικά να μας προσφέρει διόδους φυγής. Ο Albert Schweitzer-φυσικός , μουσικός και φιλάνθρωπος- συνήθιζε να λέει «Υπάρχουν δύο μέσα , για τους φυγάδες από την μιζέρια της ζωής: η μουσική και οι γάτες.» Προσωπικά έχω κάνει κατάχρηση και στους δύο!
Η σχέση μου με το αγαπημένο μου έγχορδο παραμένει εντελώς προσωπική και αυστηρά ακατάλληλη για τα αυτιά του ευρύτερου κοινού. Όμως αυτό δεν αλλοιώνει σε τίποτα την χρηστική του αξία ως προς εμένα. Δεν χρειάζεται να είναι μουσικός κάποιος για να μπορεί να ακούει, ούτε χρειάζεται να έχει γνώσεις ανώτερων θεωρητικών για να μπορεί να νιώθει την αρμονία. Η μουσική έχει ψυχή- την δική μας, έχει αισθήματα-αυτά που της εμπιστευόμαστε εμείς. Και αυτό είναι κάτι που δεν χρειάζεται να διδαχτεί...
(1) Blood AJ and Zatorre RJ (2001) Intensely pleasurable responses to music correlate with activity in brain regions implicated in reward and emotion. PNAS 98(20):11818–11823
(2) Fukui, H.(2001).Music and testosterone. A new hypothesis for the origin and function of music. In Robert J.Zatorre,(Eds.),Annals of the New York Academy of Sciences.Vol.930,448-451.
(3) Hawkins, Sir J. A. General history of the science and practice of music (Vol.1). London: Dover, 1963. (Originally published, 1853.
)




3/9/08

To be or not to be?

Μια επέτειος γενεθλίων (ειδικά όταν πια τα κεράκια αρχίζουν να γίνονται τόσα, που προτιμάς να μην τα βάλεις σε μια τούρτα συνηθισμένων διαστάσεων, για να μην την κάνεις κοφίνι χιλιοτρύπητο) φέρνει ανάκατα συναισθήματα και σκέψεις. Πας, λοιπόν, βρίσκεις έναν καθρέπτη, στέκεσαι απέναντι, και προσπαθείς να εκμαιεύσεις, από το είδωλο που βλέπεις, μια πιθανή απάντηση στο ερώτημα που τόσο καιρό βασανίζει τον Σαιξπηρικό ήρωα: « Να ζει κανείς ή να μη ζει;».

Και μη μου πείτε ότι δεν σας έτυχε ποτέ να αναρωτηθείτε πιο είναι το νόημα της ζωής;

Η μάλλον: υπάρχει άραγε ο προορισμός ή είναι η πορεία ο αυτοσκοπός;

Οι οπαδοί του big bang ισχυρίζονται ότι η προέλευση της ζωής ήταν ένα τυχαίο γεγονός, και τα τυχαία συμβάντα εξ ορισμού δεν έχουν λόγο ύπαρξης. Επομένως είναι άτοπο να αναζητούμε κάποιο απώτερο νόημα στην ζωή μας, πέρα από την ίδια την ζωή. Οι Δαρβινιστές, από την άλλη, υποστηρίζουν ότι, παρ’ ότι η γένεση του πρώτου κυττάρου ήταν αποτέλεσμα μιας σειράς τυχαίων γεγονότων, η ουσία της ζωής είναι η διαιώνιση του γονιδίου, δια μέσου μιας συνεχόμενης πορείας προσαρμογής στις μεταβαλλόμενες συνθήκες του περιβάλλοντος, διαδικασία που το ονομάζουν εξέλιξηΩραία, μέχρι εδώ και οι δύο απόψεις φαίνονται απόλυτα επαρκείς για να δικαιολογήσουν την εξάπλωση και την διαιώνιση των ειδών του φυτικού και ζωικού βασιλείου.

Ο άνθρωπος όμως, όπως ισχυρίζονται τουλάχιστον οι θρησκείες, δεν είναι απλά ένα ζώο. Έχει και πνευματικότητα! (Τώρα τι μπορεί αυτό να σημαίνει, είναι αλλού παπά ευαγγέλιο...). Εκεί λοιπόν είναι που αρχίζουν να περιπλέκονται τα πράγματα. Και αρχίζουμε να σκαλίζουμε στις σκοτεινές γωνίες του είναι μας, για να βρούμε τι είναι αυτό που θα μπορούσε να μας δώσει ένα λόγο ύπαρξης, πέρα από το συμβατικό μαμ κακά κοκό και νάνι.

Ψάχνοντας, προς μεγάλη μου έκπληξη διαπίστωσα ότι δεν υπάρχει απάντηση. Ή τουλάχιστον δεν έχει διατυπωθεί ΜΙΑ απάντηση. Ο καθένας φαίνεται να προτιμάει τη δικιά του εκδοχή, η οποία μεταβάλλεται ανάλογα με το τι καπνό φουμάρει στην εκάστοτε χρονική στιγμή που καλείται να απαντήσει. Δηλαδή, για έναν πεντάχρονο άνθρωπο η ουσία της ζωής είναι να εκτονώσει την ενεργητικότητα του, κάνοντας σούζες με εκείνο το ωραίο ποδήλατο που είχε δει στην βιτρίνα της γειτονιάς. Ο ίδιος άνθρωπος ως έφηβος ονειρεύεται τρελά φοιτητικά πάρτι ενώ ως ενήλικάς πασχίζει να πείσει τον περίγυρό του για την σοβαρότητα και την επαγγελματική του αξία. Χωρίς να θέλω να φανώ βλάσφημη, αλλά αν ο άνθρωπος έχει δημιουργηθεί καθ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του θεού, αναρωτιέμαι τι σκεφτόταν ο Θεός όταν δημιουργούσε τους ανθρώπους.

Ο ίδιος Σαιξπηρ που εμπνεύστηκε τον απαισιόδοξο Αμλετ, είχε περιγράψει πολύ παραστατικά τα διαδοχικά στάδια της ανθρώπινης ζωής με τις κυρίαρχες, για την εκάστοτε στιγμή, ανησυχίες:

One man in his time plays many parts, his acts being seven ages.
At first the infant, mewling and puking in the nurse's arms.

And then the whining school-boy, with his satchel, and shining morning face,
creeping like snail unwillingly to school.

And then the lover, sighing like furnace, with a woeful ballad made to his mistress' eyebrow.

Then a soldier, full of strange oaths, and bearded like the pard, jealous in honour, sudden and quick in quarrel, seeking the bubble reputation even in the cannon's mouth.

And then the justice, in fair round belly with food capon lin'd, with eyes severe, and beard of formal cut, full of wise says and modern instances; And so he plays his part.

The sixth age shifts into the lean and slipper'd pantaloon with spectacles on nose and pouch on side, is youthful hose well sav'd a world too wide for his shrunk shank; and his big manly voice, turning again toward childish treble, pipes and whistles in his sound.

Last scene of al, the ends his strange eventful history, is second childishness and mere oblivion sans teeth, sans eyes, sans everything...

Το ρεζουμέ αυτού: κάνουμε έναν κύκλο για να καταλήξουμε εκεί που ξεκινήσαμε, προσθέτοντας απλά λίγη ακόμα ενέργεια στην ήδη ξεχειλίζουσα εντροπία του σύμπαντος. «Ματαιότης Ματαιοτήτων τα πάντα Ματαιότης..»

Ζονγκ! Αυτό ονομάζεται αρνητική σκέψη, όπως μας πληροφορούν οι ψυχολόγοι, και δεν βοηθάει στην αυτοπραγμάτωση και την υπέρβαση του εαυτού, που θα μπορούσε να δώσει νόημα στη ζωή μας. Μάλιστα, ο Viktor Frankl διατυπώνει μια ενδιαφέρουσα άποψη, που λέει πως βιώνεις το νόημα της ζωής, ανταποκρινόμενος στις απαιτήσεις των εκάστοτε καταστάσεων, ανακαλύπτοντας και αφιερώνοντας τον εαυτό σου στον δικό σου μοναδικό σκοπό, και επιτρέποντας στον εαυτό σου να βιώνει και να εμπιστεύεται ένα απώτερο νόημα, που μπορεί να περιέχει ή να μην περιέχει τον όρο «Θεός». Μια σχηματική παράσταση του τι θα μπορούσε να ονομαστεί «αυτοπραγμάτωση» μοιάζει κάπως έτσι: (όπου στοχεύουμε στο άσπρο τριγωνάκι στο κέντρο)


Αυτό με τη σειρά του μου θύμισε μια άλλη τοποθέτηση (που μου διαφεύγει ο εμπνευστής της) που λέει πως υπάρχουν τρείς κατηγορίες ανθρώπων (αν μπορεί κανείς να βάλει τους ανθρώπους σε κατηγορίες): οι απλοί άνθρωποι, που ζούνε την ζωή όπως τους έρχεται, οι έξυπνοι άνθρωποι, που ακολουθούν στη ζωή τους μια κατευθυντήρια γραμμή που την ονομάζουν μοίρα, και οι έξυπνοι και μορφωμένοι άνθρωποι, που φτιάχνουν μόνοι τους τη μοίρα τους. Το μόνο που μας μένει να αποφασίσουμε είναι σε ποια κατηγορία θέλουμε να ανήκουμε... Νομίζω ότι επιτέλους αρχίζω να καταλαβαίνω τι σημαίνει: «μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, ότι αυτών εστιν η βασιλεία των ουρανών..», και σχεδόν ζηλεύω τους "πτωχούς τω πνεύματι". Όχι πως έλπιζα ποτέ να κατοικίσω στα ουράνια, αλλά δεν θα με χάλαγε να έχω ένα σπίτι με θέα από ψηλά, που να την χαζεύω χωρίς να σκέφτομαι το «γιατί» των πραγμάτων!

«Κάθε παραμύθι έχει μια δόση αλήθειας» , λέει μια παροιμία. Μήπως επειδή κάθε δικιά μας αλήθεια έχει μια δόση παραμυθιού, για να μπορούμε να ελπίζουμε σε ένα καλό τέλος, όπως έχουν όλα τα καθώς πρέπει παραμύθια; Μήπως τελικά αυτό είναι η ουσία της ζωής, το να ζήσεις το δικό σου παραμύθι, προσδοκώντας πως όλα θα γίνουν όπως πρέπει και τελικά «θα ζήσουν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα»;