17/6/12

Wild is the wind…




Ξύπνησα μετά από πολύ καιρό χωρίς ξυπνητήρι, και ομολογώ ήταν λυτρωτικά χαλαρωτικό!
Έξω από το παράθυρο ένας ζεστός καλοκαιρινός αέρας αέριζε τις σκέψεις μου στο διάβα του.
Άλλο ένα καλοκαίρι στα σκαριά και εγώ είμαι ακόμα εδώ που ήμουνα, χρόνια τώρα. Ακούγεται απογοητευτικό, αλλά έχω αρχίσει να το συνηθίζω… 
Μοναδικός θεατής σε αίθουσα κινηματογράφου, χαμογελάω συγκαταβατικά στις σκηνές που εκτυλίσσονται στην οθόνη.

«…Give me more
Than one caress
Satisfy this
Hungriness
Let the wind
Blow through your heart
For wild is the wind…»

Διανύουμε περίοδο σαρωτικών αλλαγών. Ένας άνεμος με ιστορικές διαστάσεις, αυτή τη φορά, ξέσπασε, παρόμοιος με αυτόν που ξεχύνεται όταν ένα παραφουσκωμένο μπαλόνι ξαφνικά λυθεί. Και το μπαλόνι αρχίζει να ταξιδεύει με χαρακτηριστική ζωηράδα, διαγράφοντας την χαοτική του πορεία, μέχρι που, άδειο και άψυχο, σωριάζεται στο έδαφος. Και όλα ξεκινάνε πάλι από την αρχή…
Η ιστορία κάνει αέναους κύκλους, ακολουθώντας πιστά την πορεία της ανθρώπινης φύσης, από το ζενίθ στο ναδίρ και αντίθετα, ισχυρίστηκε ο Μακιαβέλλι.  

«…Like a leaf clings
To a tree
Oh my darling,
Cling to me
For we're creatures
Of the wind
And wild is the wind…»

Κάθε φορά που φυσάει, ο νους μου ταξιδεύει στη θάλασσα. Όταν ο αέρας και το νερό γίνονται ένα, και εσύ βρίσκεσαι εκεί ανάμεσα, αναποφάσιστος ποιανού το μέρος να πάρεις. Και μένεις έρμαιο, μέχρι που ο άνεμος κοπάσει ή κάποιο φιλόξενο λιμάνι σε πάρει ζεστά στην αγκαλιά του.  Όμως είμαστε πλάσματα του αέρα… και το αγκυροβόλι είναι γι’ αυτούς που αρνούνται τη φύση τους…Πόση ευτυχία μπορεί να περιμένει κανείς από την διαβρωτική επίδραση της άρνησης;  


«…Let me fly away
With you
For my love is like
The wind
And wild is the wind…»




13/2/12

Αντικρίζοντας το αύριο..



Και ναι, ξημέρωσε άλλη μια Δευτέρα σαν όλες τις άλλες. Άνοιξα τα μάτια το πρωί και κοίταζα για κανένα μισάωρο το ταβάνι, ψάχνοντας να βρώ στο μυαλό μου κάποια απόχρωση, για να χρωματίσω το λευκό της εικόνας.

Δεν είναι απογοήτευση, δεν είναι θυμός. Είναι απλά ένα κενό. Κι αυτό είναι χειρότερο. Το αρνητικό σαν αντίδραση σε ωθεί να κάνεις κάτι. Το κενό απλά σε καταπίνει. Δεν υπάρχει κάτι για να πεις γιατί σου φαίνεται πως όλα έχουν ειπωθεί, δεν υπάρχει κάτι για να κάνεις, γιατί κάθε προσπάθεια έχει την στάμπα του μάταιου.

Φτάνει το βράδυ και αναρωτιέσαι αν θέλεις να αντικρίσεις το αύριο…
Και πως να αντικρίσεις αυτό το αύριο, όταν η ιστορία η ίδια σε απογοητεύει; Για να δημιουργήσεις και να ονειρευτείς πρέπει να έχεις κάτι σταθερό κάτω από τα πόδια σου.
Ένας ναυαγός χρειάζεται μια σανίδα για να πιαστεί, ώστε να συντηρήσει την αισιοδοξία του και την ελπίδα πως κάποια στιγμή θα φτάσει στην πολυπόθητη ακτή. Εμάς διαρκώς μας την παίρνουν από τα χέρια, αυτή τη σανίδα, δίνοντας αντί αυτού αλυσίδες δυσβάσταχτες που σε τραβάνε στον πάτο. Το χειρότερο απ' όλα στην όλη κατάσταση, είναι ότι εκτός από την ηθική μας ταυτότητα, χάσαμε και τη διάθεση να σηκώσουμε το κεφάλι και να κοιτάξουμε κατάματα την πραγματικότητα θέτοντας το ερώτημα: «Ωραία, φτάσαμε ως εδώ που φτάσαμε. Τι κάνουμε για να το ξεπεράσουμε;»

Για κάποιο λόγο αυτό που διαδραματίζεται το τελευταίο διάστημα  στην Ελλάδα (και ίσως και στον κόσμο ολόκληρο) μου θυμίζει την «Μηχανή του Χρόνου» του H.Wells. Εκεί κάπου αναφέρεται σε ένα τόπο, από ένα φανταστικό μέλλον, όπου οι φαινομενικά τέλειοι κάτοικοι της επιφάνειας, ζούνε ζωή χαρισάμενη βρίσκοντάς τα όλα έτοιμα, χωρίς να αναρωτιούνται καν από πού προέρχονται. Με το που πέφτει η νύχτα όμως οι πραγματικοί κυρίαρχοι του τόπου κάνουν την εμφάνισή τους, ειδεχθή τέρατα που κατοικούν κάτω από την επιφάνεια, για να απολαύσουν αυτό που με μεγάλη προσοχή έτρεφαν: τα τέλεια πλάσματα της επιφάνειας.

Σε τι διαφέρουμε εμείς από αυτά τα όμορφα πλάσματα, τώρα; Μήπως δεν γίναμε και εμείς εύκολο θήραμα στο τραπέζι των ειδεχθών τεράτων της παγκόσμια οικονομίας;  

Όχι, δεν είμαι απαισιόδοξη. Μπορεί να είμαι λίγο κυνική.
Δεν μ’ αρέσει να γκρινιάζω, χωρίς να προσπαθώ. Θέλω όμως να έχω κάτι, όχι απαραίτητα υλικό, για να μπορώ να χτίσω επάνω του.
Το απόλυτο κενό με ισοπεδώνει….