Στις ατέλειωτες ώρες, στις παραλίες με τα καταγάλανα νερά, βρέθηκα να ξεφυλλίζω το βιβλίο της Μάρως Βαβουνάκη «Το φάντασμα της αξόδευτης αγάπης». Συνέπεσε (τυχαία άραγε;) με μια γενικότερη διάθεση που με διακατέχει τους τελευταίους μήνες, της αναπόλησης παλιών και περασμένων, στιγμών και ανθρώπων που περάσανε από την ζωή μου, και που συνεχίζουν ή όχι να με επηρεάζουν με την παρουσία τους στις σκέψεις μου.
Ο έρωτας πάντα είχε κυρίαρχο ρόλο στη ζωή μου. Δεν θα μπορούσα να σκεφτώ καλύτερη περιγραφή του πως αντιλαμβάνομαι την έννοια του έρωτα, από αυτήν που βρήκα στις σελίδες του βιβλίου: «Να θες να ζήσεις σε βαθμό θανάτου με τον αγαπημένο. Να θες να διαλυθείς μέσα στη δική του σάρκα και να αφανιστείς μέσα στο δικό του αίμα, για να υπάρξεις περισσότερο.» Είναι αυτό το συναίσθημα που «σε μεταβάλλει σε σπόρο που από μόνος του ποθεί να ζήσει πεθαίνοντας, βυθιζόμενος στο χώμα του άλλου». Υπό αυτήν την έννοια δεν μπορεί παρά να είναι μοναδικός. Δεν χωράει αντικαταστάτες και υποκατάστατα. Και φυσικά ούτε διακανονισμούς και ρόλους.
«Είναι, και αυτό είναι αρκετό.
Και ονειρεύεται πολύ...»
Και όταν ένας έρωτας πεθάνει «πονάει, γιατί δεν πονάει μόνο για εκείνο που συνέβη, αλλά κυρίως, για εκείνο που παραλίγο να συμβεί.». Και όμως ακόμα και τότε δεν θέλεις να συμβιβαστείς με κάτι λιγότερο από αυτό που είχες νιώσει. Η σκέψη και μόνο του συμβιβασμού σε κάνει να αισθάνεσαι σαν να το μαγαρίζεις. Προτιμάς να πονάς παρά να αναπολείς αυτά που θα ήθελες να αισθανθείς και δεν νιώθεις πλέον...
«Που πάει ο έρωτας όταν πεθάνει,
σε ποιο αστέρι, σε ποιον ουρανό;»
Τι είναι αυτό που χάνεται άραγε; Είναι η εμπιστοσύνη; Ή είναι τα κοινά όνειρα, που παύουν να είναι κοινά; Ή είναι απλά η συσσωρευμένη απογοήτευση, από τα πράγματα που χρόνια περίμενες, και που ποτέ δεν γεύτηκες γιατί απλά απευθυνόταν στο «φάντασμα» του άλλου, τον ιδανικό άλλο, και όχι το υπαρκτό πρόσωπο που ήταν δίπλα σου;
Η απομυθοποίηση ίσως είναι αυτή που τσούζει περισσότερο, μαζί με την συνειδητοποίηση ότι αυτός που θεωρούσες ως «το άλλο σου μισό» ουδέποτε κατάφερε να δει την πραγματική σου υπόσταση... Είναι αυτό που ξέρεις, και αυτό που νομίζει ο άλλος ότι δεν ξέρεις, που μετατρέπουν το ροζ συννεφάκι σε μουντό και γκρίζο νέφος, το οποίο κάθεται σαν μουντζούρα πάνω στα καλογυαλισμένα μπιμπελό των ονειρικών σου «θέλω».
Και τότε είναι που λες:
«Πιο καλή η μοναξιά,
από σένα που δεν φτάνω,
μια σε βρίσκω μια σε χάνω....»
Και η Μ. Βαμβουνάκη συμπληρώνει: «Η μοναξιά είναι το ορυχείο της δύναμης και της αυτογνωσίας. Μια μοναξιά , όμως, που δεν αποτελεί καταφύγιο δειλίας. Η επιλεγμένη μοναχικότητα, όχι η εξαναγκαστική. Ένας ελεύθερα μόνος άνθρωπος μπορεί να καταλάβει τον άλλο. Γιατί δεν τον φοβάται, δεν εξαρτάται από αυτόν, δεν τον χρησιμοποιεί, δεν τον απομυζά για να πάρει ζωτικούς χυμούς.»
Για χρόνια φοβόμουνα την μοναξιά. Μέχρι που συνειδητοποίησα ότι το να φοβάσαι την μοναξιά είναι σαν να φοβάσαι τον εαυτό σου. Και έπειτα, πώς να βρεις το άλλο σου μισό όταν αποφεύγεις να αντιμετωπίσεις το δικό σου μισό; Και τότε είναι που την αγάπησα. Έγινε η καλύτερή μου φίλη, και το καταφύγιό μου όποτε έχω ανάγκη να ανασυνταχθώ και να ξανασχεδιάσω των χάρτη της ζωής μου.Μπορεί ένας έρωτας να αναζωπυρωθεί; Να αναγεννηθεί από τις στάχτες του; Και αμέσως δημιουργείται ο αντίλογος: είναι άραγε έρωτας αυτό ή η ανάγκη για παρουσία ενός «άλλου», ενός οποιουδήποτε άλλου που απλά θα γεμίσει το κενό μιας ζωής χωρίς όνειρα και στόχους;
Πεθαίνει ο έρωτας άραγε ή κοιμάται; Και αν απλά κοιμάται, πόσο «ελαφρύς» μπορεί να είναι ο ύπνος του;