17/6/12

Wild is the wind…




Ξύπνησα μετά από πολύ καιρό χωρίς ξυπνητήρι, και ομολογώ ήταν λυτρωτικά χαλαρωτικό!
Έξω από το παράθυρο ένας ζεστός καλοκαιρινός αέρας αέριζε τις σκέψεις μου στο διάβα του.
Άλλο ένα καλοκαίρι στα σκαριά και εγώ είμαι ακόμα εδώ που ήμουνα, χρόνια τώρα. Ακούγεται απογοητευτικό, αλλά έχω αρχίσει να το συνηθίζω… 
Μοναδικός θεατής σε αίθουσα κινηματογράφου, χαμογελάω συγκαταβατικά στις σκηνές που εκτυλίσσονται στην οθόνη.

«…Give me more
Than one caress
Satisfy this
Hungriness
Let the wind
Blow through your heart
For wild is the wind…»

Διανύουμε περίοδο σαρωτικών αλλαγών. Ένας άνεμος με ιστορικές διαστάσεις, αυτή τη φορά, ξέσπασε, παρόμοιος με αυτόν που ξεχύνεται όταν ένα παραφουσκωμένο μπαλόνι ξαφνικά λυθεί. Και το μπαλόνι αρχίζει να ταξιδεύει με χαρακτηριστική ζωηράδα, διαγράφοντας την χαοτική του πορεία, μέχρι που, άδειο και άψυχο, σωριάζεται στο έδαφος. Και όλα ξεκινάνε πάλι από την αρχή…
Η ιστορία κάνει αέναους κύκλους, ακολουθώντας πιστά την πορεία της ανθρώπινης φύσης, από το ζενίθ στο ναδίρ και αντίθετα, ισχυρίστηκε ο Μακιαβέλλι.  

«…Like a leaf clings
To a tree
Oh my darling,
Cling to me
For we're creatures
Of the wind
And wild is the wind…»

Κάθε φορά που φυσάει, ο νους μου ταξιδεύει στη θάλασσα. Όταν ο αέρας και το νερό γίνονται ένα, και εσύ βρίσκεσαι εκεί ανάμεσα, αναποφάσιστος ποιανού το μέρος να πάρεις. Και μένεις έρμαιο, μέχρι που ο άνεμος κοπάσει ή κάποιο φιλόξενο λιμάνι σε πάρει ζεστά στην αγκαλιά του.  Όμως είμαστε πλάσματα του αέρα… και το αγκυροβόλι είναι γι’ αυτούς που αρνούνται τη φύση τους…Πόση ευτυχία μπορεί να περιμένει κανείς από την διαβρωτική επίδραση της άρνησης;  


«…Let me fly away
With you
For my love is like
The wind
And wild is the wind…»




13/2/12

Αντικρίζοντας το αύριο..



Και ναι, ξημέρωσε άλλη μια Δευτέρα σαν όλες τις άλλες. Άνοιξα τα μάτια το πρωί και κοίταζα για κανένα μισάωρο το ταβάνι, ψάχνοντας να βρώ στο μυαλό μου κάποια απόχρωση, για να χρωματίσω το λευκό της εικόνας.

Δεν είναι απογοήτευση, δεν είναι θυμός. Είναι απλά ένα κενό. Κι αυτό είναι χειρότερο. Το αρνητικό σαν αντίδραση σε ωθεί να κάνεις κάτι. Το κενό απλά σε καταπίνει. Δεν υπάρχει κάτι για να πεις γιατί σου φαίνεται πως όλα έχουν ειπωθεί, δεν υπάρχει κάτι για να κάνεις, γιατί κάθε προσπάθεια έχει την στάμπα του μάταιου.

Φτάνει το βράδυ και αναρωτιέσαι αν θέλεις να αντικρίσεις το αύριο…
Και πως να αντικρίσεις αυτό το αύριο, όταν η ιστορία η ίδια σε απογοητεύει; Για να δημιουργήσεις και να ονειρευτείς πρέπει να έχεις κάτι σταθερό κάτω από τα πόδια σου.
Ένας ναυαγός χρειάζεται μια σανίδα για να πιαστεί, ώστε να συντηρήσει την αισιοδοξία του και την ελπίδα πως κάποια στιγμή θα φτάσει στην πολυπόθητη ακτή. Εμάς διαρκώς μας την παίρνουν από τα χέρια, αυτή τη σανίδα, δίνοντας αντί αυτού αλυσίδες δυσβάσταχτες που σε τραβάνε στον πάτο. Το χειρότερο απ' όλα στην όλη κατάσταση, είναι ότι εκτός από την ηθική μας ταυτότητα, χάσαμε και τη διάθεση να σηκώσουμε το κεφάλι και να κοιτάξουμε κατάματα την πραγματικότητα θέτοντας το ερώτημα: «Ωραία, φτάσαμε ως εδώ που φτάσαμε. Τι κάνουμε για να το ξεπεράσουμε;»

Για κάποιο λόγο αυτό που διαδραματίζεται το τελευταίο διάστημα  στην Ελλάδα (και ίσως και στον κόσμο ολόκληρο) μου θυμίζει την «Μηχανή του Χρόνου» του H.Wells. Εκεί κάπου αναφέρεται σε ένα τόπο, από ένα φανταστικό μέλλον, όπου οι φαινομενικά τέλειοι κάτοικοι της επιφάνειας, ζούνε ζωή χαρισάμενη βρίσκοντάς τα όλα έτοιμα, χωρίς να αναρωτιούνται καν από πού προέρχονται. Με το που πέφτει η νύχτα όμως οι πραγματικοί κυρίαρχοι του τόπου κάνουν την εμφάνισή τους, ειδεχθή τέρατα που κατοικούν κάτω από την επιφάνεια, για να απολαύσουν αυτό που με μεγάλη προσοχή έτρεφαν: τα τέλεια πλάσματα της επιφάνειας.

Σε τι διαφέρουμε εμείς από αυτά τα όμορφα πλάσματα, τώρα; Μήπως δεν γίναμε και εμείς εύκολο θήραμα στο τραπέζι των ειδεχθών τεράτων της παγκόσμια οικονομίας;  

Όχι, δεν είμαι απαισιόδοξη. Μπορεί να είμαι λίγο κυνική.
Δεν μ’ αρέσει να γκρινιάζω, χωρίς να προσπαθώ. Θέλω όμως να έχω κάτι, όχι απαραίτητα υλικό, για να μπορώ να χτίσω επάνω του.
Το απόλυτο κενό με ισοπεδώνει….

5/10/11

Η αβάσταχτη ελαφρότητα του Eίναι…


« …Και τι μπορεί να αξίζει η ζωή αν η πρώτη πρόβα για τη ζωή, είναι η ζωή η ίδια;»  
Μιλαν Κούντερα
  

Πάνε δυο-τρια χρόνια τώρα , που γνώρισα ένα ηλικιωμένο ζευγάρι. Τυχαία, όπως συνήθως συμβαίνουν τα πράγματα. Σ’ έναν τόπο που το περιμένεις λιγότερο απ’ όλα, βρεθήκαμε συντοπίτες με την κύρια Βάσω. Ανταλλάξαμε τηλέφωνα, και αραιά και που δίναμε στίγμα η μία στην άλλη. Κάποια στιγμή τα τηλεφωνήματα αραίωσαν. Μέσα στην φουρτούνα της δικής μου μιζέριας δεν μπήκα στον κόπο να την αναζητήσω. Και προχθές χτύπησε το κινητό μου. Χάρηκα όταν είδα τον αριθμό της. Όμως τα νέα δεν ήταν ευχάριστα… Έφυγε ο κύριος Παντελής για το ταξίδι το τελευταίο.… Πάνε έξι μήνες τώρα. 

Αισθάνθηκα γαϊδούρα που δεν την αναζήτησα εγώ νωρίτερα. «Η οικογένειά μου ήταν πολύ φτωχιά. Ήταν δύσκολοι καιροί τότε. Εγώ ψωμάκι έφαγα από τα χέρια του άντρα μου» τη θυμάμαι να λέει. Κοντά πενήντα χρόνια παντρεμένοι, και την τελευταία φορά που τους είδα μαζί, ακόμα πείραζαν ο ένας τον άλλον σαν φρεσκοερωτευμένο ζευγαράκι. «Εκείνο που με στεναχωρεί περισσότερο» μου έλεγε στο τηλέφωνο, «είναι που ταλαιπωρήθηκε πολύ πριν φύγει. Η αρρώστια τον άλλαξε και είχε γίνει άλλος άνθρωπος. Του είχε στερήσει την αξιοπρέπειά του. Δεν του άξιζε αυτό. Δεν είχε κάνει κακό σε κανέναν σε όλη του τη ζωή. Ήταν άδικο να φύγει έτσι…»

Καθώς το τηλεφώνημα της κυρίας Βάσως με βρήκε σε περίοδο αυτό-επαναπροσδιορισμού, αναρωτήθηκα τι είναι χειρότερο: το να το ζήσεις και να το χάσεις ή να μην το ζήσεις ποτέ; Δεν κατάφερα να αποφασίσω.
Και επειδή οι συμπτώσεις μερικές φορές κάνουν την ζωή πολύ πικάντικη, προσθέτοντας γενναία δόση μαύρου χιούμορ, στον τελευταίο μου περίπατο έγινα μάρτυρας αυτής ακριβώς της παιχνιδιάρικης διάθεσης της καθημερινότητάς μας. Μια σειρά ανθοστολισμένα αυτοκίνητα διέσχιζαν τη λεωφόρο,  κορνάροντας και προκαλώντας συνωστισμό, στο δρόμο τους για την εκκλησία.  Στο ακριβώς επόμενο φανάρι από αυτό που έστριψαν τα αυτοκίνητα, ανάμεσα σε συνωστισμένο πλήθος περίεργων, ένα ασθενοφόρο περίμενε να πάρει κάποιο δυστυχή που πήγε να περάσει το δρόμο, και ένας απρόσεκτος οδηγός δεν τον άφησε. Μια γυναίκα έμπαινε συνοδός στο ασθενοφόρο σκουπίζοντας με το μαντίλι τα μάτια της.

Στο μυαλό μου ήρθε το μυθιστόρημα του Μιλαν Κούντερα, όπου κάπου στην αρχή θέτει το ερώτημα γιατί το «βαρύ» θα πρέπει να ανήκει στον αρνητικό και το «ελαφρύ» στο θετικό πόλο των αντιθέτων. Και αν το «βαρύ» της ανθρώπινης ύπαρξης είναι η επαναληπτικότητα των στιγμών, και το «ελαφρύ» η μοναδικότητά τους, πως μπορούμε να αποφασίσουμε μονοσήμαντα ποιο από τα δύο είναι προτιμότερο; «Δεν μπορεί κανείς ποτέ να ξέρει αυτό που πρέπει να θέλει, γιατί έχουμε μόνο μια ζωή και δεν μπορούμε ούτε να τη συγκρίνουμε με προηγούμενες ζωές ούτε να την επανορθώσουμε σε ζωές επερχόμενες…» διαβάζουμε τις σκέψεις του ήρωα του μυθιστορήματος. «Διανύουμε το παρόν με τα μάτια κλειστά. Μας επιτρέπεται μόνο να νιώθουμε και να μαντεύουμε τι είναι αυτό που πραγματικά βιώνουμε. Μόνο πολύ αργότερα, όταν το ύφασμα πια έχει ξεδιπλωθεί, βλέπουμε το παρελθόν και ανακαλύπτουμε τι είναι αυτό που βιώσαμε και τι νόημα είχε.»

Όλη μας η ζωή φαντάζει μια ακροβασία μεταξύ της παρόρμησης να υποκύψουμε στους νόμους της βαρύτητας, και να παραμείνουμε γήινοι και προσγειωμένοι, και της ατίθασης διάθεσης να πετάξουμε, γευόμενοι την ανάλαφρη γοητεία του ανεπανάληπτου της στιγμής. Ο έρωτας, ως γεγονός αδιαμφισβήτητα καθοριστικό στις ζωές των ανθρώπων, δεν θα μπορούσε να ξεφεύγει του κανόνα.

«Ο έρωτας εξ ορισμού είναι ένα δώρο που δεν μας αξίζει. Το να είσαι αγαπητός χωρίς να το αξίζεις είναι η ίδια η απόδειξη της πραγματικής αγάπης. Αν μια γυναίκα μου λέει: "Σ’ αγαπάω γιατί είσαι έξυπνος, τίμιος, μου πλένεις τα πιάτα, μου αγοράζεις δώρα και δεν κυνηγάς γυναίκες," τότε απογοητεύομαι. Τέτοια αγάπη μοιάζει περισσότερο με ιδιοτελής επιχείρηση. Πόσο πιο γαργαλιστικά ηδονικό είναι να ακούσεις: "Είμαι τρελή για σένα παρ’ ότι δεν είσαι ούτε έξυπνος, ούτε τίμιος, παρ’ ότι είσαι ψεύτης, εγωιστής και κάθαρμα"…» εξομολογείται ο συγγραφέας. 

Αλήθεια πόσες φορές στη ζωή μας θα αγαπηθούμε τόσο απελπιστικά παράφορα, γι’ αυτό που πραγματικά είμαστε και όχι γι’ αυτό που μπορεί να αντιπροσωπεύουμε στα μάτια του άλλου; Μία; Αν είμαστε τυχεροί… Και τότε είναι που περισσότερο από οτιδήποτε άλλο αναζητούμε τη βαρύτητα της προσγειωμένης επαναληπτικότητας, ρουφώντας διψασμένα τις στιγμές και περιμένοντας εναγωνίως αυτές που θα ‘ρθουν.


28/3/11

«I’ve got a dream…»



Αχ αυτά τα παραμύθια! Πρέπει κάποια στιγμή να πείσω τον εαυτό μου ότι είναι ανούσια δημιουργήματα της φαντασίας μας… Όμως αν το κάνω αυτό τι θα μου μείνει; Ένας κόσμος που είναι πιο παράλογος από το παρανοϊκότερο παραμύθι;
Έχω πάψει εδώ και καιρό να παρακολουθώ ειδήσεις γιατί μου δημιουργούν κατάθλιψη. Πράξη δειλίας θα μου πεις; Άρνηση αποδοχής της πραγματικότητας; Μπορεί... Όμως ποιας πραγματικότητας; Της δικής τους η της δικής μου;

Γιατί προς μεγάλη μου απογοήτευση διαπιστώνω πως αυτά τα δύο είναι εντελώς ασύμβατα μεταξύ τους. Στη δική μου πραγματικότητα υπάρχει ακόμα χρώμα και φως, ταξιδιάρικα πουλιά και ουράνια τόξα. Υπάρχει και ένας Ντάνκο  που σηκώνει την φλογερή καρδιά του ψηλά , για να διαλύει τα σκοτάδια του Μαύρου Δάσους.  Στη δική τους, το Μαύρο Δάσος έχει καταπιεί όποιον τόλμησε να αψηφήσει τη φοβέρα του αδιαπέραστου βάθους του, και το γκρίζο του ουρανού έχει θαμπώσει και το πιο φωτεινό ουράνιο τόξο. Όσο για την καρδιά του Ντάνκο, ποδοπατιέται κάθε μέρα, μην τυχών και αναζωπυρώσει την σπίθα της αισιοδοξίας στα γεμάτα απόγνωση μάτια του κόσμου…

«Στη ζωή, μη ζητάς να βρείς ποιος είναι ο δικαστής,
Να περπατάς και πάντα να κοιτάς που θα πάς να κρυφτείς…»,
μας λέει ο Γκάτσος στο «Χορό των Σκύλων» . Αυτό που δεν καταλαβαίνω βέβαια, είναι το γιατί θα πρέπει να περιμένουμε να δικαστούμε από κάποιον άλλον για να βρούμε το δίκιο της ύπαρξής μας; Ποιος είναι αυτός, τέλος πάντων, που βάζει κανόνες στη ζωή μας αν όχι εμείς οι ίδιοι;
Και μη μου πείτε ο Θεός! Θεωρώ πως η έννοια της υπέρτατης δύναμης είναι η απλοϊκή εξήγηση των τυχαίων γεγονότων, που εναλλακτικά θα μπορούσαν να εξηγηθούν από τους νόμους των πιθανοτήτων, αν κάποιος έμπαινε στον κόπο να τους εφαρμόσει στα αποτελέσματα των καθημερινών μας αποφάσεων. Οπότε αμέσως-αμέσως αναιρούνται και τα βασικά αξιώματα των δύο πολυπληθέστερων θρησκειών, που μας λένε πως είμαστε εδώ είτε για να λατρεύουμε το Θεό (Ισλαμ), είτε για να τον προσομοιάσουμε (Χριστιανισμός).

«Καληνύχτα, Κεμάλ. Αυτός ο κόσμος δεν θα αλλάξει ποτέ…». Άλλη μια μοιρολατρική τοποθέτηση του Γκάτσου (και όχι μόνο, φυσικά…). Και αναρωτιέμαι: μα ο κόσμος δεν είμαστε εμείς οι ίδιοι; Εσύ και εγώ, ο κολλητός μου και ο γείτονάς μου; Αν δεν κάνουμε κάτι εμείς, ο καθένας μας στην εμβέλεια της δικής του ζωής,  πως περιμένουμε κάτι να αλλάξει;  Ίσως τελικά το  μεγαλύτερο πρόβλημα του σημερινού μας κόσμου είναι ακριβώς το γεγονός, πως δεν συνειδητοποιούμε τη συμβολή που έχει ο καθένας μας στη διαμόρφωσή του.
Να κάτι που μπορούμε να διδαχτούμε από την ιστορία….Αν γυρίσουμε πίσω στο χρόνο, και σκαλίσουμε μερικά από τα τρανταχτά ιστορικά γεγονότα που κυριολεκτικά άλλαξαν τον κόσμο, όπως οι κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου,  η ανακάλυψη της Αμερικής, η εξερεύνηση του διαστήματος, θα διαπιστώσουμε με έκπληξη ότι ξεκινάνε από όνειρα μερικών ανθρώπων, που αρνήθηκαν να δεχτούν την μοιρολατρική αντίληψη «έτσι είναι ο κόσμος και δεν αλλάζει».
Η κοινότυπη έκφραση «για μια ιδέα ζούμε» ίσως είναι πιο αληθινή απ’ ότι αρχικά φαίνεται. Μικρά καθημερινά όνειρα, φέρνουν την αιώνια αναζήτηση του σκοπού της ανθρώπινης ύπαρξης, πιο κοντά στα μέτρα μας. Σαν μικρά φαναράκια φωτίζουν το μονοπάτι της ζωής μας, και έχουν την δύναμη να μας ζεσταίνουν, προστατεύοντας το πολυτιμότερο κομμάτι του εαυτού μας από την διαβρωτική επίδραση της πραγματικότητας των άλλων. Και είναι μια ιδιότητα πέρα για πέρα ανθρώπινη, που έχοντας βαθιές ρίζες στην έμφυτη παιδικότητά μας, μας φέρνει πιο κοντά στους ομοίους μας.


"She’s got a dream
He’s got a dream
They’ve got a dream
We’ve got a dream
So our differences ain’t really that extreme
Were one big team..!"

 Η πιο κερδοφόρα επιχείρηση θα ήταν αυτή που πουλάει όνειρα. Και η πιο ανήθικη ταυτόχρονα… Γιατί τα όνειρα είναι από εκείνα τα λίγα πράγματα που δεν πουλιούνται και δεν αγοράζονται, και είναι πιο ιερά και από την ανθρώπινη ζωή. Οι άνθρωποι πεθαίνουν, τα όνειρά τους, όμως, μπορούν και αποκτούν δική τους βούληση και συνεχίζουν να ζουν σ’ αυτούς που μένουν πίσω. Οι μεγαλύτεροι ηγέτες είναι αυτοί που έχουν την ικανότητα να ξυπνάνε τα καλά κρυμμένα όνειρα στις ψυχές των ανθρώπων, και να τα αναζωπυρώνουν μέχρι που να γίνουν φλόγα, ικανή να τσουλήσει την ατμομηχανή της ιστορίας.

Προσωπικά πιστεύω πως οι δυνατότητες του ανθρώπινου είδους είναι απεριόριστες, σε βαθμό που και το πιο τρελό όνειρο μπορεί να γίνει πραγματικότητα. Απλά έχουμε την τάση, σαν άλλοι Βουκεφάλες, να εστιάζουμε το βλέμμα μας στις σκιές, και χλιμιντρίζουμε πεισματικά, μη τολμώντας να ξεκολλήσουμε από όλα αυτά που μας φοβίζουν. Το όνειρο έρχεται σαν το χέρι του Αλέξανδρου, να μας δείξει προς τα πού πρέπει να κοιτάξουμε, για να γίνουμε αυτό που κατά βάθος θέλουμε να είμαστε...
Αλήθεια, ποιο είναι το δικό σας όνειρο;

2/3/11

Άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας


« … η ομορφιά δεν είναι ανάγκη, αλλά έκσταση… Δεν είναι η εικόνα που θα δείτε ή το τραγούδι που θα ακούσετε. Είναι μάλλον μια εικόνα που βλέπετε, παρόλο που κλείνετε τα μάτια σας, κι ένα τραγούδι που ακούτε, παρόλο που κλείνετε τα αυτιά σας…» Kahlil Gibran



Μπαίνω στο σπίτι φορτισμένη, κουβαλώντας όλη την ασχήμια του κόσμου μέσα μου, και ανοίγοντας την πόρτα αντικρίζω τον γάτο μου. Είναι πανέμορφος ο γάτος μου! Ο ομορφότερος γάτος του κόσμου! Και ας έχει ζαρώσει λίγο λόγο της ηλικίας του, και ας είναι φαφούτης, και του τρέχουν τα σαλάκια που και που. «Μουρρρ», μου κάνει…Και η ασχήμια μέσα μου αρχίζει να διαλύεται....

Έχω αναρωτηθεί πολλές φορές στη ζωή μου τι είναι αυτό που κάνει κάτι ή κάποιον όμορφο. Και τι σημαίνει «ομορφιά»; Για παράδειγμα, κάποιος που έχει μάθει να σιχαίνεται ή και να φοβάται τις γάτες, φαντάζομαι πως το τελευταίο πράγμα που θα έλεγε για το γάτο μου είναι ότι είναι όμορφος…

Έτυχε κάποτε να παρακολουθήσω μια ομιλία σε ένα σεμινάριο, με μάλλον βαρετό θέμα (κάτι που είχε σχέση με διασταυρώσεις κουνουπιών, απ’ ότι θυμάμαι). Η ομιλήτρια, μια κυρία κάποιας ηλικίας, με όχι κάτι ιδιαίτερο στην εμφάνιση της, ξεκίνησε να μιλάει, πολύ απλά, και ήρεμα, χωρίς να προσπαθεί να κερδίσει εντυπώσεις, ή να τραβήξει την προσοχή. Όταν τελείωσε, δέχτηκε το πιο ζεστό χειροκρότημα του σεμιναρίου. Εξέπεμπε μια τέτοια γλυκύτητα και ζωντάνια που δεν μπορούσες να τραβήξεις το βλέμμα σου από πάνω της. Σε κέρδιζε χωρίς να χρησιμοποιήσει κανένα από τα συνηθισμένα μέσα που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι για να κερδίσουν την προσοχή. Θεωρώ πως ήταν απλά αυτό που θα έλεγε κανείς «πολύ όμορφος άνθρωπος»….

Όμως το ερώτημα συνεχίζει να αιωρείται: πως ορίζεται η ομορφιά;

Μια τόσο συνηθισμένη έννοια και όμως, όσο περίεργο και αν ακούγεται, κανένας δεν κατάφερε να δώσει έναν ορισμό. Ούτε καν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι, που τίποτα δεν άφηναν να πέσει κάτω, χωρίς να το συνδέσουν με έναν σεβαστό αριθμό φιλοσοφικών ερμηνειών. Και τέλος πάντων, ως ιδιότητα των ανθρώπων και των πραγμάτων, τι …εμβέλειας είναι;

Οι επικρατούσες απόψεις επί του θέματος είναι δύο: η μία θέλει την ομορφιά να είναι εντελώς επιφανειακή, «επιδερμική» για την ακρίβεια (skin-deep), και η άλλη τοποθετεί την ομορφιά σε καθαρά υποκειμενικό επίπεδο, να εξαρτάται από τον κάτοχο του ματιού που την βλέπει ( in the eye of beholder). Και πάλι όμως, κανένας δεν κατάφερε να κατονομάσει συγκεκριμένα γνωρίσματα, που να έχουν καθολική ισχύ για όλα τα όμορφα πράγματα, ώστε να επιβεβαιώσει τον έναν ή τον άλλον ισχυρισμό. Μάλιστα, ο David Hume (φιλόσοφος της Αναγέννησης) έλεγε πως η ομορφιά δεν είναι καν κάποια ιδιότητα των αντικειμένων, υπάρχει μόνο στο μυαλό αυτού που τα παρατηρεί. Μόνο ο Πλωτίνος (έλληνας φιλόσοφος), σύνδεσε την έννοια της συμμετρίας με την έννοια της ομορφιάς, όχι όμως ως κάτι που διαθέτουν τα όμορφα πράγματα, αλλά ως κάτι που γεννούν ως αίσθημα , στον εξωτερικό παρατηρητή. Κι αν η ομορφιά δεν είναι ιδιότητα παρά κατάσταση, στην οποία μας υποβάλλουν κάποια αντικείμενα, είναι εντελώς φυσικό που έχει συνδεθεί με τις δύο κυρίαρχες, για τον άνθρωπο, αισθήσεις, την όραση και την ακοή. Έτσι μιλάμε για όμορφη εικόνα και όμορφη μουσική, ενώ δεν λέμε, για παράδειγμα, όμορφη μπριζόλα ή όμορφο χάδι.

Προσωπικά, βέβαια, πιστεύω πως μιλώντας για την ομορφιά, είναι αδύνατον να μείνει κάποιος στην επιφάνεια. Δηλαδή, πέρα από το γεγονός ότι ο γάτος μου θα μπορούσε αντικειμενικά να χαρακτηριστεί όμορφος, αν τον βλέπαμε σαν φωτογραφία, μου είναι αδύνατον να απομονώσω την εικόνα που βλέπουν τα μάτια από την σκέψη πως είναι ο Καίσαρας, που έχουμε παίξει τόσες φορές μαζί, που έχει κάτσει τόσες φορές στα γόνατά μου και έχει δεχτεί να μ’ ακούσει αδιαμαρτύρητα να του τα ψάλω, (χωρίς βέβαια να με λαμβάνει υπ’ οψη του). Και παρ’ ότι η εικόνα και το άκουσμα της ομιλήτριας μπορεί να ήταν ευχάριστα από μόνα τους, ήταν η ικανότητά της να αγγίζει κάποια κουμπάκια του μυαλού των ακροατών που την έκαναν να φαντάζει τόσο ξεχωριστή. Άρα η προηγούμενη γνώση και το «ραφινάρισμα» του μυαλού είναι εξίσου σημαντικό με το ερέθισμα, για να μπορέσεις να βιώσεις τελικά αυτό το ευχάριστο αίσθημα ευφορίας και αρμονίας, που αποδίδουμε στην ομορφιά.

Αυτό, ωστόσο, είναι δίκοπο μαχαίρι. Γιατί, αν για παράδειγμα, το μυαλό σας έχει συνδέσει την όμορφη εικόνα με ιδιότητες όπως, ευγένεια, καλοσύνη, ηθική κλπ, κλπ., βλέποντας ένα «όμορφο» ανθρώπινο πρόσωπο, έχει την τάση να αποδίδει και όλα τα παρελκόμενα ως ιδιότητες του κατόχου του όμορφου προσώπου. Έλα μου όμως, που αυτό μπορεί να αποδειχτεί μέγα σφάλμα, όπως μας διδάσκει ο Oskar Wilde στο πορτρέτο του Ντοριαν Γκρέι. Aπό την άλλη πάλι, έχουμε το παράδειγμα του Τέρατος, στην «Ωραία και το Τέρας», όπου η αποκρουστική εικόνα καμουφλάρει έναν όμορφο εσωτερικά άνθρωπο. Φυσικά, αν ζούσαμε σε μια κοινωνία τεράτων, τα πράγματα θα ήταν πολύ διαφορετικά για την όμορφη, η οποία θα έπρεπε να αποδείξει ότι δεν είναι τέρας.

Και εδώ φτάνουμε σε ένα άλλο λεπτό σημείο: πως αποκτούμε την αντίληψη του τι είναι όμορφο και τι όχι, αφού δεν υπάρχει κάτι αντικειμενικό να το προσδιορίζει; Ή μήπως τελικά υπάρχει; Γιατί αν δεν υπάρχει, τι είναι αυτό που βραβεύουμε στα καλλιστεία ομορφιάς; Και αν μιλάμε για καλλιστεία σκύλων ή αγελάδων, μπορώ να σκεφτώ μερικά χαρακτηριστικά που κάνει τους νικητές να ξεχωρίζουν, όπως τα στητά καπούλια ή οι αυθεντικές, για την ράτσα, γραμμές του προφίλ, τα στητά αυτιά, το χρώμα κλπ. Αν όμως μιλάμε για καλλιστεία ανθρώπων; Να υποθέσουμε ότι υπάρχουν και για μας κάποια διακριτά χαρακτηριστικά που συνθέτουν την «αυθεντική ομορφιά του είδους μας»; Εντύπωση επίσης μου κάνει που οι διαγωνιζόμενοι στα καλλιστεία ανθρώπων (σε αντίθεση με αυτά των ζώων) είναι κατά κανόνα γένους θηλυκού. Μήπως έχει αυτό να κάνει με την αναπαραγωγική τους ικανότητα; Δηλαδή, διαλέγουμε και προβάλουμε αυτό που συγκεντρώνει τα πιο ισχυρά, από γενετικής απόψεως, στοιχεία, ώστε να διασφαλιστεί η ασφαλής διαιώνιση του είδους;

Τότε όμως η έννοια της ομορφιάς διαστρεβλώνεται οικτρά, γιατί εξ ορισμού, το όμορφο δεν έχει να κάνει με κάτι που είναι ζωτικής σημασίας για την επιβίωση. Πηγάζει από αυτό το περίσσευμα ενέργειας, στους νευρώνες του εγκεφάλου μας, που το θεωρούμε εξελικτικό προνόμιο του είδους, και που ουδεμία σχέση με τις βασικές ανάγκες έχει. Δηλαδή, η ικανότητα να βλέπεις την ομορφιά δεν είναι ενστικτώδης παρόρμηση, αλλά ενδεικτικό της ψυχικής ευαισθησίας και καλλιέργειας, πάνω στα οποία μπορεί να επιδράσει προσθετικά και η αισθητική αγωγή, ώστε η πιθανότητα να βρεις κάτι όμορφο γύρω σου (άρα και να βιώσεις το ευχάριστο αίσθημα που σου γεννάει), να είναι μεγαλύτερη.

Άλλη μια ιδιότητα της ομορφιάς είναι ότι σχετίζεται με την μειοψηφία. Δηλαδή, αν η ομορφιά θα ήταν παντού και στον ίδιο βαθμό, τότε δεν θα ήταν κάτι ξεχωριστό και δε θα υπήρχε λόγος συζήτησης. Συνεπώς, οφείλουμε να έχουμε και «νόρμες» ομορφιάς, που να καθορίζουν το σημείο πέρα από το οποίο κάτι θεωρείται όμορφο ή μέτριο ή και άσχημο. Με μια εξαίρεση, ίσως. Η ομορφιά της φύσης. Είναι το μόνο είδος ομορφιάς που δεν χρειάζεται να συγκριθεί με κάτι άσχημο για να ξεχωρίσει. Αλήθεια, υπάρχει κάτι που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί άσχημο στη φύση; Λιγότερο όμορφο σε σχέση με κάτι άλλο, μπορεί. Αλλά άσχημο; Η ομορφιά της φύσης, είναι ουσιαστικά η ίδια η κινητήριος δύναμη για ζωή, οπότε δεν θα μπορούσε να εμπεριέχει κάτι άσχημο.

Και ερχόμαστε σε ένα άλλο ερώτημα: τι σχέση μπορεί να έχει η ομορφιά με την τελειότητα; Η απάντηση είναι «καμία», εκτός κι αν θεωρήσουμε την τελειότητα εξίσου υποκειμενική έννοια με την ομορφιά. Μπορεί στην περίοδο της αναγέννησης να είχε διατυπωθεί η «χρυσή αναλογία», που όριζε τις αποστάσεις ώστε ένα έργο τέχνης να είναι αισθητικά ευχάριστο, ως τόσο, η κοινή παραδοχή είναι αυτή που διατυπώνει ο Francis Bacon: « Δεν υπάρχει εξέχουσα ομορφιά που να μην έχει ένα ψεγάδι στις αναλογίες της.»

Αλλά ας εστιάσουμε λίγο στην ομορφιά των ανθρώπων. Δεν μπορούμε να αμφισβητήσουμε πως το οπτικό ερέθισμα είναι αρκετά ισχυρό για να δημιουργήσει μια έντονη πρώτη εντύπωση. Όμως αυτή διαρκεί μερικά δευτερόλεπτα, άντε λεπτά. Η τελική εντύπωση μπορεί να είναι πολύ διαφορετική. Υπάρχει μια ρώσικη παροιμία που λέει «η υποδοχή είναι αντίστοιχη του ρούχου, ο αποχαιρετισμός είναι αντίστοιχος του μυαλού». Κωμική εκδοχή αυτής της ιδέας βρίσκουμε σε μια κωμωδία του 1983 με τον Στιβ Μάρτιν: «The man with two brains», όπου ένας νευροχειρουργός παντρεύεται μια πανέμορφη γυναίκα (Κάθλην Τέρνερ), την οποία γνωρίζει…λιπόθυμη, για να ανακαλύψει πολύ σύντομα ότι είναι επαγγελματίας του είδους, και στην απογοήτευσή του, ερωτεύεται παράφορα έναν…εγκέφαλο(!!!). Ο εγκέφαλος άνηκε σε μια πιανίστρια, πολύ όμορφη ως άνθρωπο, που όμως είχε ένα αχαλίνωτο πάθος με το φαγητό, όπως διαπιστώνει μετά από την μεταμόσχευση του εγκεφάλου της, στο τέλειο (πριν την μεταμόσχευση) σώμα της πρώην γυναίκας του. (Παρεμπιπτόντως, δεν υπάρχει πιο άσχημο αισθητικά όργανο στο ανθρώπινο σώμα, και ταυτόχρονα πιο όμορφο, ως προς τις λειτουργίες του, από τον εγκέφαλο! "The Beautiful Mind" )

Δυστυχώς, πριν φτάσουμε να ανακαλύψουμε την ομορφιά «εν τω βάθη», διαμορφώνουμε την συμπεριφορά και τις αντιδράσεις μας με βάση αυτό που επιφανειακά βλέπουν τα μάτια μας. Ή αυτό που μας λένε ότι πρέπει να βλέπουν τα μάτια μας. Έτσι, ας πούμε, στα μάτια της πάπιας, το ασχημόπαπο δεν είναι τίποτα παραπάνω από την ντροπή της οικογένειας, την στιγμή που στα μάτια του κύκνου, είναι ένας μελλοντικά εξαιρετικά όμορφος κύκνος. Κι αν το ασχημόπαπο επέλεγε να μείνει με τις πάπιες, κανένας δεν θα ξεχώριζε ποτέ τον κύκνο μέσα του, ούτε καν το ίδιο το ασχημόπαπο, γιατί τις περισσότερες φορές διαμορφώνουμε την εικόνα της προσωπικής μας ομορφιάς, καθρεπτιζόμενοι στα μάτια των άλλων. Γι' αυτό, λοιπόν, καλό είναι να έχουμε ένα δικό μας καθρεφτάκι στην τσέπη, κάτι σαν υποκατάστατο των νερών της λίμνης, και να ρίχνουμε καμιά ματιά, πριν κοιταχτούμε στα μάτια των άλλων. Έτσι ωστε, στην περίπτωση που οι «άλλοι» δεν διαθέτουν την ευαισθησία και την καλλιέργεια της ψυχής για να διακρίνουν τον κύκνο μέσα μας,  να μην χρειάζεται να κρύβουμε το μακρύ λαιμό μας, για να μοιάσουμε περισσότερο με πάπια…

25/12/10

Stand by me...

Μου λείπεις…
Μ’ αρέσει να φυλάω την μορφή σου στην άκρη του μυαλού μου, για να φωτίζει τις σκοτεινές γωνιές του όταν τα φώτα χαμηλώνουν…
Σε φαντάζομαι να έρχεσαι δίπλα μου, όταν τα πάντα γύρω μου μοιάζουν να καταρρέουν…Δεν λες τίποτα, δεν χρειάζεται άλλωστε, απλά είσαι εκεί, για να νιώθω την θαλπωρή της παρουσίας σου.
Κάποιες φορές η αίσθηση είναι τόσο μεθυστική, που αφήνομαι να βουλιάξω στη φαντασίωση, με την ηχώ της πραγματικότητας να φτάνει μέσα από το φίλτρο ενός απύθμενου πηγαδιού, υπόκωφη και εντελώς παράταιρη. 
Όχι πως μου αρκεί αυτό…
Το άγγιγμά σου με γαληνεύει. Νιώθω πως ανήκω εκεί, στη ζεστασιά και την ενέργεια του κορμιού σου. Είναι τόσο οικείο…Σαν να σε ήξερα πριν ακόμα γεννηθώ. 
Δεν μπορώ να το εξηγήσω…Αλλά ούτε και να το τιθασέψω δεν μπορώ. Απλά συμβαίνει…
Και είναι τόσο βασανιστικά έντονο, που η αδυναμία να το βιώσω στη φυσική του υπόσταση με αδειάζει…

4/11/10

Εικόνες στην ομίχλη

Είναι μία από εκείνες τις φορές που νιώθεις τη ζωτική ενέργεια της αισιοδοξίας να σε εγκαταλείπει. Σαν τον ναυαγό στον παγωμένο ωκεανό της απογοήτευσης, ψάχνεις απεγνωσμένα μια χαψιά φρέσκου αέρα να γεμίσεις τα πνευμόνια σου, για να μπορέσεις  να αντέξεις μέχρι που να περάσει το επόμενο κύμα. Όμως ο αέρας γίνεται όλο και πιο αραιός και το σώμα όλο και πιο βαρύ…
Το παραμύθι της ζωής, που γράφτηκε κάπου πίσω στα πρώτα παιδικά χρόνια, μετατρέπεται σε κακογυρισμένη παρωδία, όπου καλείσαι να πρωταγωνιστήσεις, παρά τη θέληση σου. Κάθε φορά που νιώθεις ότι βρήκες επιτέλους κάπου να ακουμπήσεις, και αρχίζεις να απλώνεις λίγο-λίγο τα φτερά σου, ένα σχεδόν ανεπαίσθητο αεράκι διώχνει την ομίχλη, και μετα λύπης διαπιστώνεις πως δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια παραίσθηση. Ένα παιχνίδισμα του φωτός και της φαντασίας σου στους σχηματισμούς που κάνουν τα περαστικά συννεφάκια το σούρουπο. 

Αυτός ο κόσμος δεν είναι για μένα. Δεν τον καταλαβαίνω και δεν χωράω σ’ αυτόν.
Η αυθεντικότητα είναι ιδιότητα υπό εξαφάνιση. Η ειλικρίνεια θυσιάζεται στο βωμό των καλών δημοσίων σχέσεων, και η εμπιστοσύνη είναι ένα πιάτο σ’ ένα αμφιβόλου φήμης εστιατόριο, που το τρως απλά γιατί πρέπει, κρατώντας πάντα τις επιφυλάξεις σου και ένα καθαρτικό στην τσέπη σου.
Ίσως το πιο δύσκολο να χειριστείς, είναι εκείνο το αδικαιολόγητο αίσθημα οικειότητας, που κάτι φορές ξεπηδάει εκεί που δεν το περιμένεις, και σου δημιουργεί την παρόρμηση να απλώσεις το χέρι για να ακουμπήσεις κάποιον άγνωστο. Τότε είναι που αναρωτιέσαι:  « Και αν το χέρι που εγώ απλώσω, συναντήσει το επιτιμητικό βλέμμα του άλλου, ή ακόμα χειρότερα το χλευασμό του, μετά εγώ τι το κάνω; Το βάζω στην τσέπη ή το κόβω;». Και έτσι απλά μένεις να κοιτάς από μακριά, αμέτοχος παρατηρητής, ελπίζοντας σε ένα θαύμα, που φυσικά ποτέ δεν έρχεται. 

Θα προτιμούσα να ήμουν ηρωίδα σε κάποιο αρχαίο ελληνικό δράμα. Εκεί τουλάχιστον πάντα υπάρχει και ένας από μηχανής θεός που στο τέλος βάζει τα πράγματα στη θέση τους. Τώρα που και οι θεοί του Ολύμπου έχουν περάσει στη λήθη τι μου μένει να περιμένω;

10/10/10

Σκαλίζοντας τους κοινόχρηστους φακέλους των κρυμμένων αναγκών.

“We're born alone, we live alone, we die alone. Only through our love and friendship can we create the illusion for the moment that we're not alone.” (Orson Welles)


 
Σε περιόδους όπου οι καταστάσεις γίνονται πολύ ζόρικες, πιάνω το μυαλό μου να ελίσσεται σαν χέλι και να ξεγλιστρά από σχεδόν αόρατες χαραμάδες, για να βρει φως μέσα στο αδιαπέραστο τοίχος της ρουτίνας. 

Ανακάλυψα πως είναι απελευθερωτικό να παρατηρείς τις μικρές καθημερινές μεταβολές χωρίς να χάνεις την μεγάλη εικόνα. Νιώθεις λιγάκι σαν θεός που παρατηρεί τον κόσμο αφ΄υψηλού, χαμογελώντας συγκαταβατικά στις ατυχίες, που τώρα φαίνονται μικρές και ασήμαντες.
 Καμιά φορά αναλογίζομαι τις πιθανές παραλλαγές της ζωής μου, σαν στιγμιότυπα σε πολλαπλά παράλληλα σύμπαντα. Προσπαθώ να φανταστώ την πορεία που μπορεί να είχα ακολουθήσει, σ’ αυτά τα παράλληλα σύμπαντα, όπως ο σκακιστής που μελετάει την αναμενόμενη παρτίδα στο επερχόμενο τουρνουά. 

Αν πάλι βάλεις τον εαυτό σου στην αντιπέρα όχθη, σου προκαλεί εντύπωση, πόσο διαφορετικός μπορεί να είναι ο κόσμος στα μάτια διαφορετικών ανθρώπων. Διαπιστώνεις πως δεν υπάρχει μία πραγματικότητα αλλά δισεκατομμύρια εκδοχές της, όσες είναι και οι σκεφτόμενες μονάδες. Εκεί είναι που καταλήγεις στο συμπέρασμα ότι η γρήγορη αντίληψη είναι μάλλον κατάρα παρά προσόν, γιατί αντιλαμβάνεσαι πολύ πιο γρήγορα την ματαιότητα των πραγμάτων γύρω σου και επιταχύνεις την ελεύθερη πτώση στο πουθενά. 

Με κινηματογραφική ταχύτητα εμφανίζονται στην οθόνη του μυαλού οι έννοιες της μοναξιάς και της ανθρωπο-συμβατότητας. «Βασικό συστατικό για την υπέρτατη ευτυχία,» έλεγε ο Αριστοτέλης, «είναι η ύπαρξη άλλων ανθρώπων.». Η σημερινή επιστήμη της κοινωνιολογίας υποστηρίζει πως οι άνθρωποι είναι συνδεδεμένοι σε δίκτυα, πολύ αντίστοιχα με αυτά των υπολογιστών, και πως ο αριθμός των συνδέσεων της κάθε μονάδας του δικτύου με άλλα «τερματικά», είναι καθοριστικής σημασίας για την ευτυχία του. Βέβαια, οι σύγχρονες έρευνες της κληρονομικότητας υποστηρίζουν ότι η ευτυχία, όπως και η δυστυχία, έχουν γενετική βάση σε ποσοστό που φτάνει το 50%, συμφωνούν όμως πως πρόκειται για  εξαιρετικά… κολλητικές  και μεταδιδόμενες (μέσω των δικτύων) ασθένειες! (Μήπως στα επόμενα χρόνια θα πρέπει να περιμένουμε … antivirus κατά της ανθρώπινης δυστυχίας; ) 

Όμως γιατί τόση προσκόλληση στους άλλους ομοίους μας; Γιατί το αίσθημα της μοναξιάς να είναι τόσο βασανιστικά έντονο, που να φτάνει να θεωρείται ως ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της εποχής μας; «Ο άνθρωπος ως κοινωνικό ζώο έχει ανάγκη τους συνανθρώπους του» (John T Casioppo, Director of the University of Chicago Center for Cognitive and Social Neuroscience) Και αυτό είναι εξελικτικό κατάλοιπο από τότε που ως αδύναμο θηλαστικό έπρεπε να βρει τρόπο να επιβιώσει σε ένα περιβάλλον γεμάτο κινδύνους, που δεν θα μπορούσε να αντιμετωπίσει όντας μόνος του. 

Ως τόσο, «ουκ εν τω πολλω το ευ, αλλά εν τω ευ το πολύ»… Η φύση των κινδύνων άλλαξε. Δεν αρκεί πια το πλήθος των ομοίων μας να μας περιβάλλει. Γιατί, πια, το ίδιο το πλήθος έχει μετατραπεί σε κίνδυνο. Κίνδυνο να χάσεις το ποιόν σου, να ξεχάσεις τα θέλω σου, και τελικά να μετατραπείς σε ξεραμένο φύλλο που ταξιδεύει στο ρεύμα του ποταμού χωρίς προορισμό.  Και τότε είναι που μπαίνει στο παιχνίδι η έννοια της συμβατότητας. Δεν αρκεί, λοιπόν, να είσαι σε ένα δίκτυο. Θα πρέπει να είναι ένα δίκτυο συμβατών με σένα ανθρώπων, να μπορείς να πεις με ανακούφιση «ναι, ανήκω εδώ…», για να νιώσεις αυτό το πολυπόθητο αίσθημα ασφάλειας και πληρότητας, που σε μετατρέπει από μίζερο απόκληρο σε κυρίαρχο του κόσμου. 

  Και αυτή η παρόρμηση του να ενταχθούμε σε ένα συμβατό με μας δίκτυο, και να διοχετεύσουμε κάπου αυτό που μας γεμίζει, είναι τόσο έντονη, που μας βάζει να κυνηγάμε χίμαιρες, και να αποδίδουμε την μορφή συμβατού αποδέκτη σε άψυχα αντικείμενα ή φανταστικούς εραστές. «Ζωή που δεν μοιράζεται είναι ζωή κλεμμένη» ακούμε την  Ελευθερία Αρβανιτάκη να τραγουδάει, παρ’ ότι 
«Ίσως εκείνο που ζητάς
εγώ να μην το έχω, 
κι απ' ότι ονειρεύτηκες, 
εγώ πολύ ν' απέχω.»


Συνεχίζω να μην καταλαβαίνω την ανθρώπινη φύση, παρά το γεγονός ότι έχω προσεγγίσει το μισό της προσδοκώμενης διάρκειας ζωής ενός μέσου ανθρώπου. Αναρωτιέμαι, μάλιστα, αν υπάρχει «ανθρώπινη φύση», ή είναι απλώς η φύση, που παίζει το δικό της παιχνίδι, χλευάζοντας την προσκόλληση του ανθρώπου να δημιουργεί γενικευμένες θεωρίες για κάτι που είναι εντελώς τυχαίο…

1/2/10

Λικνιζόμενοι στον απόηχο των ανασφαλειών μας

« …και αυτοί που εθεάθησαν να χορεύουν, θεωρήθηκαν τρελοί από αυτούς που δεν μπορούσαν να ακούσουν την μουσική…» Φ. Νίτσε


Συνέβει πριν μερικούς μήνες, σε μια προσπάθεια να προσθέσω λίγο χρώμα στη μουντή καθημερινότητα της ζωή μου, να πάρω την μεγάλη απόφαση και να χτυπήσω την πόρτα μιας σχολής χορού. Θα πρέπει να ομολογήσω ότι η σχέση μου με την κίνηση ήταν πάντα πολύ καλή, τόσο που έφτανα να εκτελώ (ίσως όχι και τόσο αρμόνικες) κινήσεις στον ύπνο μου (προς μεγάλη δυσφορία του όποιου δύστυχου τύχαινε κατά καιρούς να μοιράζεται το κρεβάτι μου). Όμως ο χορός είναι άλλο παραμύθι…

«Ο χορός είναι η ποίηση στην κίνηση» όπως είχε πει κάποιος. Και ακριβώς όπως η ποίηση έχει την ικανότητα να σε ταξιδεύει σε κόσμους μαγικούς έτσι και ο χορός έχει την ικανότητα να ξετυλίγει το κουβάρι των προσωπικών αναστολών και καλά απωθημένων «θέλω» με τρόπο εντελώς ξεχωριστό. Ίσως γι’ αυτό και η απάντηση στην ερώτηση «τι είναι χορός» δεν είναι τόσο απλή. Είναι άσκηση, τέχνη ή τρόπος επικοινωνίας;

Αν ψάξουμε για τον ορισμό θα βρούμε κάτι σαν «ρυθμική κίνηση που εκτελείται υπό την υπόκρουση μουσικής». Εδώ όμως, με βάση τη μαθηματική λογική, υπάρχει ένα λάθος. Από τα ιστορικά δεδομένα προκύπτει πως ο χορός ήταν εκείνος που έδωσε τον ορισμό στο ρυθμό και τον αντίστοιχο χαρακτήρα στη μουσική. Συγκεκριμένα, ο ρυθμός στην αρχαιότητα σήμαινε μορφή: αυτή που έπαιρναν τα μέλη του χορού στο θεατρικό δρώμενο, υπό την υπόκρουση της μουσικής, και οι παύσεις μεταξύ των διαδοχικών θέσεων ήταν εκείνες που έδινα το ξεχωριστό χαρακτήρα στα εκάστοτε ρυθμικά σχήματα.

Έχοντας ως βασικό χαρακτηριστικό, λοιπόν, την κίνηση, που αποτελεί κριτήριο για τον ορισμό ενός όντος ως «έμβιου», ο χορός δεν θα μπορούσε παρά να είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με κάθε εκδήλωση της ανθρώπινης ζωής. Ο ρυθμός, από την άλλη, τοποθετεί αυτήν την κίνηση στον άξονα του χρόνου, δίνοντας στο χορό χωροχρονική διάσταση, που καλείται ο εκάστοτε χορευτής να υποτάξει, δημιουργώντας με αυτόν τον τρόπο την ομορφιά της εκφραστικής τέχνης.

Και αν η μουσική «είναι μια διαρκώς παλλόμενη ενέργεια, που συντονίζεται με την ενέργεια του δικού μας οργανισμού, για να μας εξιτάρει, να μας γαληνεύσει, και τελικά να μας προσφέρει διόδους φυγής», ο χορός μετατρέπει αυτήν την ενέργεια σε θεραπευτικό μέσο που εξυγιάνει και εναρμονίζει το σώμα με τον συναισθηματικό μας κόσμο. Δεν είναι τυχαίο που ο Αριστοτέλης εξέταζε το φαινόμενο του χορού ως σωματική αντίδραση στην συναισθηματική κατάσταση του ανθρώπου, και κατά συνέπεια, δείκτη της ψυχική του υγείας. Το θεωρούσε δε, μαζί με τον λόγο και την μουσική, ως βασικό τρόπο έκφρασης, όπου το χρησιμοποιούμενο μέσο είναι το ίδιο το ανθρώπινο σώμα.

Και επειδή μερικά πράγματα σ’αυτόν τον κόσμο (ευτυχώς) δεν αλλάζουν, μπαίνοντας στις σημερινές αίθουσες χορού συναντάμε ανθρώπους όλων των ηλικιών, να ανακτούνε την χαμένη τους ταυτότητα, να βρίσκουν την ισορροπία που τους έλλειπε ή να σηματοδοτούν μια νέα στροφή στην ζωή τους, μέσα από την εξερεύνηση των εκφραστικών δυνατοτήτων του σώματος τους. Η χορευτική επίδειξη γίνεται η πανηγυρική επιβεβαίωση της προσπάθειας, και οδηγεί στην αυτοαναβάθμηση του κάθε συμμετέχοντα σε «χορευτή», τοποθετώντας τον έτσι σε μια νέα κοινωνική ομάδα. Η ανασφάλεια και ο φόβος της γελοιοποίησης ξεθωριάζουν μπροστά στην έξαρση της προετοιμασίας και την προσμονή του λυτρωτικού χειροκροτήματος, οδηγώντας τελικά στο βίωμα μιας εμπειρίας επιτυχίας, που ανεβάζει την αυτοπεποίθηση και γεννάει μια αίσθηση ψυχικής ευφορίας. «Το να χορεύεις, είναι να βρίσκεσαι έξω από τον εαυτό σου. Μεγαλύτερος, ομορφότερος, δυνατότερος.» έλεγε η Agnes de Mille, μια από τις μεγαλύτερες χορεύτριες και χορογράφους του αιώνα μας.

Η αρμονία των κινήσεων δεν μπορεί παρά να φέρει την αρμονία των αισθήσεων. Η προσπάθεια να πειθαρχίσουμε το σώμα μας, μπορεί να γίνει μέσο εκτόνωσης, και για κάποιους, (ίσως και το μοναδικό) μέσο επικοινωνίας. « Ο χορός είναι η κρυμμένη γλώσσα της ψυχής. Η κίνηση ποτέ δεν λέει ψέματα. Είναι το βαρόμετρο που λέει τις ψυχικές καιρικές συνθήκες σ’ αυτούς που μπορούν να το διαβάσουν» (Martha Graham). Ίσως γι’ αυτό ο χορός είναι τόσο εύκολος για τα παιδιά που δεν έχουν μάθει ακόμα να λογοκρίνουν τις αντιδράσεις τους…

«Κλείσε τα μάτια κι άφησε το μυαλό
άνοιξ’ τα χέρια πιάσε τον ουρανό
Δώσε στη τρέλα σου λιγάκι απ’ το φως

ξέχνα το αύριο αρχίζει ο χορός» (Ονειραμα)

8/11/09

Το μυστικό δωμάτιο…


Είναι μικρό, σκοτεινό και εντελώς άδειο, με μοναδική πηγή φωτός ένα παράθυρο κάπου στο βάθος. Εκεί σε μια γωνιά, κάθεται κατάχαμα, αγκαλιάζοντας τα γόνατα της, ένα μικρό κορίτσι. Το φως από το παράθυρο, που φωτίζει το πρόσωπό της, της θυμίζει ότι υπάρχει και άλλος κόσμος εκεί έξω, όμως δεν αισθάνεται ότι ανήκει σ’ αυτόν. Έχει από καιρό γίνει παρατηρητής, καθισμένο στη γωνιά του, χωρίς να περιμένει τίποτα, και χωρίς να την ξαφνιάζει τίποτα. Νιώθει ήρεμη και γαλήνια θλίψη. Η μοναξιά της κρατάει χρόνια τώρα συντροφιά, την χτυπάει παρηγορητικά στην πλάτη, της χαμογελάει με κατανόηση.

Το πραγματικό της πρόσωπο έχει πάψει πια να είναι μικρού παιδιού. Μικρές ρυτιδούλες έχουν κάνει ήδη την εμφάνιση τους και γκρίζες τριχούλες ξεπρόβαλαν ύπουλα στα μαλλιά της. Όμως το δωμάτιο είναι το καταφύγιό της. Είναι ασφαλής εκεί, και απλησίαστη, απ’ όλους και απ’ όλα.

Ο κόσμος έξω από το παράθυρο την κάνει να νιώθει περίεργη και ξεπερασμένη. Μια ξεχασμένη βαλίτσα σε πλατφόρμα τραίνου, που βλέπει το βιαστικό πλήθος να παρελαύνει μπροστά της, και κάθε τόσο κάποιος να γυρνάει για να την κοιτάξει με απορία: «μα τι ζητάει αυτή εδώ;» . Και αυτό δεν το αντέχει.

Κάποτε κυνηγούσε με αγωνία αυτά τα βλέμματα με το δικό της, μήπως και διαβάσει το μεγάλο μυστικό που θα έδιωχνε τις σκιές από το δωμάτιο και θα το έκανε ηλιόλουστο, όμως το μόνο που κατάφερε να βρει ήταν μικρές αναλαμπές φωτός, που όταν έσβηναν έκαναν τις σκιές πιο έντονες. Έτσι τις συνήθισε τις σκιές....Αφήνει το βλέμμα να ξεκουράζεται στο μισοσκόταδο και το μυαλό της πλάθει εικόνες φωτεινές, σαν αυτές που συναντάει κανείς μόνο στο παραμύθια. Αυτό την κάνει να χαμογελάει με το πιο ξένοιαστο παιδικό χαμόγελο. Τι και αν ο κόσμος την κοιτάει με απορία; Στο δωμάτιό της νιώθει οικεία, και ας έχει παρέα μόνο τις φευγαλέες φιγούρες που παρεμβάλλονται κάθε τόσο στο φώς του παραθύρου.

Σε αντίθεση με όλα τα υπόλοιπα πράγματα που μπορεί να έχει, το μυστικό της δωμάτιο είναι το μόνο που δεν μπορεί να της το πάρει κανείς. Και αυτό είναι κάτι που θα μπορούσε να ονομάσει κανείς ευτυχία….


27/9/09

Σκαλίζοντας τον λαβύρινθο των ανθρωπίνων σχέσεων.


Ένας DVD-μαραθώνιος πάντα σε αφήνει με ένα κάρο εντυπώσεις και συναισθήματα που συνωστίζονται άτακτα αναζητώντας μονοπάτι διαφυγής. Όπως σε όλα τα πράγματα που αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας, μέσα στα δρώμενα και τους διαλόγους που εκτυλίσσονται στην οθόνη, αναζητούμε κάτι δικό μας, κάτι που να μας αγγίζει, προσθέτοντας ένα ψίχουλο αυτογνωσίας.

Ομολογώ ότι σε γενικές γραμμές είμαι λάτρης των ταινιών που σου κρατάνε την αδρεναλίνη σε κάπως ανεβασμένα επίπεδα. Όμως ένα λάθος μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με γνωστή διεύθυνση αποστολέα, επανέφερε στην επιφάνεια το θέμα των ανθρωπίνων σχέσεων.
Το μήνυμα σε έβαζε στο τρυπάκι να ανοίξεις λογαριασμό σε κάτι που αποδείχτηκε κοινωνικό δίκτυο γνωριμιών. Η φυσική περιέργεια, ως συνήθως, υπερίσχυσε της κοινής λογικής και μπήκα στον πειρασμό να δώ πως λειτουργεί.
Όντας γυναίκα, στο πρώτο 24ωρο δέχτηκα καταιγισμό μηνυμάτων από άρρενα μέλη, κάθε ηλικίας, σε βαθμό να αναρωτηθώ μήπως είμαι η τελευταία εκπρόσωπος του γυναικείου φύλου σ’ αυτόν τον πλανήτη. Το δεύτερο που σόκαρε ήταν η ωμή αμεσότητα με την οποία τα μέλη προσέγγιζαν το βασικό ένστικτο της αναπαραγωγικής διαδικασίας. Απέχω πολύ από το να είμαι πουριτανή, όμως και το «ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσαμε» έρχεται κάπως βαρύ για το πεπτικό μου σύστημα.
Αναζήτησα «χωνευτικό» στην ταινιοθήκη του υπολογιστή μου.

Στο «Before sunset» άκουσα την ηρωίδα να επαναλαμβάνει τις σκέψεις μου:
”… νιώθω σαν φρικιό, που δεν μπορώ να ξεπεράσω
εύκολα μια σχέση.
Πολλοί έχουν κανονική σχέση χωρίζουν και απλά, την ξεχνούν. Συνεχίζουν τη ζωή τους λες και δεν έγινε τίποτε.
Ξέρω ότι δε θα ξεχάσω κανέναν από τους εραστές μου. Ο καθένας τους είχε τη δική του ξεχωριστή ύπαρξη. Δεν αντικαθίσταται κανείς. Ότι χάνεται, χάνεται.
Η κάθε σχέση όταν τελειώνει με σακατεύει. Ποτέ δε γιατρεύομαι.
Γι’ αυτό φοβάμαι τις σχέσεις, γιατί πονάνε πολύ. Και δε μ’ αρέσει ούτε το πήδημα της μιας βραδιάς γιατί χάνω τα πιο μικρά και πολύτιμα πράγματα απ' αυτόν τον άνθρωπο…”

Πήρα βαθειά ανάσα: Όχι, δεν έχω γονιδιακό προφίλ που να με κατατάσσει στα πράσινα ανθρωπάκια τα οποία επισκέπτονται τον πλανήτη μας καβάλα σε ιπτάμενους δίσκους. Ή τουλάχιστον δεν είμαι η μόνη…

Στην καταληκτική σκηνή του Breakfast at Tiffanys ο πρωταγωνιστής δηλώνει αποφασιστικά:
«Ξέρεις τι συμβαίνει με σένα, δις Όποια-Κι-Αν-Είσαι;
Είσαι κότα. Δεν έχεις κότσια.
Φοβάσαι να πεις: Εντάξει, η ζωή είναι ένα δεδομένο.
Οι άνθρωποι ερωτεύονται. Οι άνθρωποι ανήκουν σε άλλους γιατί είναι η μόνη τους ευκαιρία να γίνουν ευτυχισμένοι.
Αποκαλείς τον εαυτό σου wild thing. Φοβάσαι πως κάποιος θα σε κλείσει σ’ ένα κλουβί. Λοιπόν, μωρό μου, είσαι ήδη μέσα στο κλουβί.
Το έχτισες μόνη σου. Και δεν έχει όρια στο Τούλιπ, το Τέξας ή το Σομάλιλαντ. Βρίσκεται όπου κι αν πας.
Γιατί όπου κι αν τρέξεις καταλήγεις να τρέχεις πίσω στον εαυτό σου.»

Αυτό και αν είναι γεγονός! Αναρωτιέμαι πόσοι ακόμα Όποιοι –Και-Αν –Είναι, άνδρες και γυναίκες, προσπαθούν να αποφύγουν αυτήν την αλήθεια πίσω από το προπέτασμα του «χωρίς δεσμεύσεις σεξ».
Δεν βγάζω τον εαυτό μου απ’ έξω. Έχω υπάρξει κότα. Μπορεί να είμαι και ακόμα. Όμως μου είναι αδύνατο να αρνηθώ την προοπτική εκείνης της κατάστασης ευφορίας, όταν η σκέψη και μόνο ενός ανθρώπου σε κάνει να περπατάς στο δρόμο χαμογελώντας σαν χαζός, με τα χρώματα γύρω σου να φαίνονται πιο λαμπερά, και τον αέρα που εισπνέεις- ευχάριστα δροσερό στα πνευμόνια σου, και ας έχεις μόλις φάει στα μούτρα το φτύσιμο από εξάτμιση λεωφορείου.

Και είναι και εκείνοι οι στοίχοι του Pablo Neruda, που συμπληρώνουν:
«Ήμουνα μόνος κι έρημος, σαν το τούνελ καληώρα.
Με βλέπαν τα πουλιά και φεύγανε,
Και μέσα μου όρμαγε η νύχτα πανίσχυρη και καταλυτική,
Για να μείνω εγώ ζωντανός, έφτιαξα εσένανε όπλο,
Σ’ έβαλα βέλος στο τόξο μου, στη σφεντόνα μου πέτρα…»

Αχ, γιατί οι άνθρωποι να είναι τόσο κότες;

30/7/09

Ανακαλύπτοντας για άλλη μια φορά το νησί της Αφροδίτης...


Άλλο ένα καλοκαίρι παρελαύνει αγέρωχο στην κυλιόμενη πλατφόρμα του χρόνου. Και να 'μια πάλι εδώ, στο νησί της Αφροδίτης, περιμένοντας για το θαύμα που αρνείται πεισματικά να συμβεί.
Όταν επιστρέφεις σε έναν τόπο δεύτερη φορά, το βλέπεις με άλλο μάτι. Η έξαψη του άγνωστου και καινούριου έχει αντικατασταθεί με την χαλαρότητα της οικειότητας, και με την άκρη του ματιού σου απλά ψαρεύεις για γραφικές λεπτομέρειες που είχαν περάσει απαρατήρητες, πίσω από την μεγάλη εικόνα...

Βέβαια, το Καλαδί δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως λεπτομέρεια. Μάλλον ως ξεχασμένη σκηνή μιας καλογυρισμένης ταινίας, όπου δεν ξέρεις που να πρωτοεστιάσεις.


Η γοητεία του δεν εξαντλείται μόνο στον εντυπωσιακό σχηματισμό των βράχων.
Είναι και το φωτεινό γαλάζιο των νερών που ακόμα και κάτω από την επιδρομή των μελτεμιών αρνείται πεισματικά να θολώσει, αλλά και οι παχιές σκιές από τους πέτρινους όγκους, που εξασφαλίζουν έναν δροσερό παραλιακό υπνάκο, σε πείσμα του πρόωρου καύσωνα που πασχίζει να σκάσει τα τζιτζίκια.








Στα βόρια του νησιού βρίσκει κανείς τους Φούρνους.
Δεν ξέρω από πού προήλθε η ονομασία τους, όμως νομίζω ότι είναι οι πιο δροσεροί φούρνοι που έχω δει. Χαλάλι και ο καρόδρομος που πρέπει να διασχίσεις για να τους βρεις. Αν μάλιστα έρθεις αρκετά νωρίς για να πιάσεις τις γωνίες, την έχεις κάνει ζάχαρη!
Μέχρι να σε βρει βοριάς, βέβαια. Τότε απλά παίρνεις τα μπογαλάκια σου, πριν στα πάρει το κύμα, και πας σ' άλλη παραλία...






Εκείνο που δεν σε προϊδεάζει με τίποτα για το τι πρόκειται να δεις, είναι το Αυγό. Όχι αυτό της κότας, αλλά του Καψαλίου. Μια μεγαλούτσικη πετρούλα ριγμένη καταμεσής στο πέλαγος, με σχήμα που θυμίζει αυγό γιγάντιας χελώνας.

Θα μπορούσε μάλιστα να είναι απολιθωμένο απομεινάρι μακρινής προγόνου των συμπαθέστατων καβουκοφερόμενων πλασμάτων, που βολτάρουν νωχελικά το σούρουπο, στον κόλπο του Καψαλίου. Όμως αυτό μόνο από μακριά.

Αν το πλευρίσεις από δυτικά, θα διαπιστώσεις ότι είναι κούφιο, οπότε μάλλον για αναποδογυρισμένη Χύτρα σου κάνει (όχι ταχύτητος, αλλά από εκείνες που τις κρεμούσαν παλιά πάνω από το τζάκι), που στη δύση του ήλιου παγιδεύει τις τελευταίες ηλιαχτίδες σε μια πανδαισία αποχρώσεων από μωβ-γαλάζιο-πράσινο. Έτσι και βρεθείς βουτηγμένος στη θάλασσα του Αυγού-Χύτρας εκείνη την ώρα, μετατρέπεσαι και εσύ σε γαλάζιο στρουμφάκι που επιπλέει σε μια δροσερή σούπα από φώς. Αρκεί όμως ο πουνέντες να κουνήσει την γροθιά του, και η γαλήνια σιέλ σπηλιά μετατρέπεται σε επικίνδυνη παγίδα, που φημολογείται ότι αφαίρεσε στο παρελθόν, την ζωή σε έξι ανθρώπους που έψαξαν να βρουν καταφύγιο στα σπλάχνα της.








Καθώς πέφτει η νύχτα, την εκκωφαντική χορωδία των τζιτζικιών αντικαθιστά ο ρυθμικός ψίθυρος των τριζονιών, και το φλύαρο κουτσομπολιό των μπούφων και λοιπών νυκτόβιων φτερωτών πλασμάτων. Ο ουρανός ξάστερος, το αεράκι ευχάριστα δροσερό... Φέρνει μαζί του μυρωδιές του χωριού: καπνός από μισοσβησμένα κάρβουνα με μια ιδέα τσίκνας, κάτι λίγο από θυμάρι και φρεσκοποτισμένου χώματος, και μια διάχυτη χροιά από νοτισμένη θαλάσσια αύρα. Τα λιγοστά φώτα κάπου στο βάθος, συμπληρώνουν την εικόνα απολαυστικής , σχεδόν μεθυστικής, γαλήνης που σε ταξιδεύει, σαν φυσικό ναρκωτικό, μακριά από τις αγχωτικές σκέψεις της ρουτινιάρικης καθημερινότητας.
Σχεδόν μπορώ να νιώσω ένα χέρι να απλώνεται για να μ' αγκαλιάσει απαλά από τους ώμους . Το αόρατο χάδι παίρνει μαζί του την ένταση της ημέρας, και οι θλιμμένες σκέψεις ανακατεύονται με το θρόισμα των φύλλων μέχρι που να ξεθωριάσουν, αφήνοντας πίσω τους ένα αδιάφορο κενό...

12/6/09

Η επόμενη μέρα...


Και υπό το φώς του Αγίου Πνεύματος ξημέρωσε η επομένη των Ευρωεκλογών. Και τι επομένη! Για το κυβερνόν κόμμα μας, η επομένη ενός τυφώνα θα δημιουργούσε μικρότερη αίσθηση απώλειας, η αξιωματική αντιπολίτευση πανηγυρίζει την νίκη, που όμως καμιά μεταβολή στην κοινοβουλευτική αντιπροσώπευση τους δεν έχει, και οι παραδοσιακή αριστερά αναζητάει στα συντρίμμια του τυφώνα που λέγαμε, το χαμένο κλειδί της επιτυχίας.

Και ενώ στα παράθυρα των τηλεοπτικών εκπομπών το εκλογικό αποτέλεσμα ερμηνεύεται ως άλλη μια δημοσκόπηση, εν' όψη πιθανών εθνικών εκλογών, το δικό μου ανίδεο από πολιτική μάτι κόλλησε σε μερικές γαργαλιστικές λεπτομέρειες.

Η αυξημένη αποχή από τις κάλπες συζητήθηκε απ' όλους, καθώς το ποσοστό συμμετοχής μόλις που ξεπέρασε το μισό των ψηφοφόρων. Ένταξη, βοήθησε και η ξαφνική επιδρομή του καύσωνα, σε έναν θανατηφόρο συνδυασμό με προκλητικό τριήμερο για τους δημοσίους υπαλλήλους, όμως αν απομακρύνουμε το βλέμμα από τον στενό εθνικό μας "πορτραίτο" και δούμε το ευρύτερο πλαίσιο, ο μεσογειακός μας ήλιος μπαίνει σε έκλειψη. Έχουμε και λέμε: ο μέσος όρος συμμετοχής για το σύνολο των σχεδόν 400 εκατομμυρίων ψηφοφόρων, μετά βίας έφτασε το 42.94%, ενώ το χαμηλότερο ποσοστό παρατηρήθηκε στη Σλοβακία όπου έμεινε κάτω από 20% (19.64% για την ακρίβεια) !!! Αν μάλιστα λάβουμε υπ' όψη μας πως στη Μ. Βρετανία, μία από τις 9 ιδρυτικές χώρες της ΕE, το ποσοστό σ' όλη την ιστορία των Ευρωεκλογών δεν ξεπέρασε το 38%, θα πρέπει να αποφανθούμε πως είμαστε από τους πιο συνειδητούς Ευρωπαίους!

Το ακόμα πιο γαργαλιστικό όμως, είναι η σταθερή καθοδική
τάση που ακολουθεί το εν λόγο ποσοστό, και η οποία από στατιστικής απόψεως είναι προκλητικά γραμμική. Τόσο γραμμική, που με μια αφελής πρόβλεψη μπορεί κανείς να διαπιστώσει πως αν ο ρυθμός καθόδου δεν μεταβληθεί, στον εορτασμό των 100 χρόνων από το πρώτο αιρετό Κοινοβούλιο δεν θα υπάρξει κανένας που να θέλει να εκλέξει το νέο! (βλέπε το παρακάτω σχήμα)


Με άλλα λόγια παραιτούμαστε οι ίδιοι από το δημοκρατικό μας δικαίωμα του να εκλέγουμε. Να είναι άραγε λόγο αδιαφορίας, έλλειψη εμπιστοσύνης ή μήπως απογοήτευση για την αδυναμία των αιρετών να χειριστούν τα φλέγοντα προβλήματα που ταλαιπωρούν τον κόσμο; Το παράδοξο είναι ότι ο ρυθμός ένταξης των κρατών στην Ευρωπαϊκή ένωση δεν φαίνεται να έχει αντίστοιχες τάσεις, καθώς από το 2004 έχουν προστεθεί 17 νέα κράτη-μέλη, αριθμός ρεκόρ, μιας και από την ίδρυση της ΕΕ το 1952 μέχρι το 2004 τα μέλη δεν είχαν ξεπεράσει τα 10!!

Μια άλλη ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια, που προκύπτει από το εκλογικό αποτέλεσμα της Κυριακής, είναι η σημαντική αύξηση του ποσοστού των οικολόγων που πλέον παίρνουν 52 από τις 736 έδρες, έναντι των 42 από τις 785 που είχαν στην προηγούμενη πενταετία. Όμως αυτό που πραγματικά χτυπάει στο μάτι είναι το 12.6% των "λοιπών", που πλέον αντιστοιχεί σε 93 έδρες έναντι 30 στο προηγούμενο κοινοβούλιο. Παρά του ότι αρκετοί από τους 93, μετά την ταξινόμηση θα βρεθούν ενδεχομένως σε κάποιες από τις υπάρχουσες πολιτικές ομάδες, το γεγονός ότι είναι αταξινόμητοι, άρα και φρέσκοι στο κουρμπέτι, δηλώνει την διάθεση του κόσμου να στραφεί σε κάτι νέο, όχι απαραίτητα καλύτερο αλλά σίγουρα διαφορετικό.Δεν είμαι ειδική στις πολιτικές αναλύσεις και φαντάζομαι η προσωπική μου άποψη λίγο μετράει, όμως νομίζω ότι πλησιάζουμε σε καιρούς έντονων πολιτικών αλλαγών. Το όλο κλίμα μοιάζει με προζύμη που το έχουν βάλει να φουσκώσει, και με τη χαλαρότητα του " άστο λίγο ακόμα" αυτό παραφούσκωσε και απειλεί να ξεχειλίσει από τη λεκάνη του. Και αν το προζύμη που θα ξεχειλίσει θα δώσει καλύτερο ψωμί, το εν λόγο πολιτικό κλίμα κατά πάσα πιθανότητα θα οδηγήσει σε ραγδαίες αλλαγές, που όμως δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι πόσο καλές για το πετσί μας θα είναι. Επειδή όμως το καλό ή το κακό δεν είναι ποτέ απόλυτο, και κάθε αλλαγή είναι καλύτερη από τη στασιμότητα, ας βάλουμε ο καθένας τα δυνατά μας να σπρώξουμε την μυλόπετρα, μπας και φτιάξουμε ένα καλό αλεύρι για το αχνιστό ζυμωτό ψωμάκι, που θα θέλαμε να μας περιμένει στο τραπέζι μας...


Σημείωση
: Τα στατιστικά δεδομένα είναι απο την επίσημη ιστοσελίδα των Ευροεκλογών 2009 (http://www.elections2009-results.eu/)


6/6/09

Η φυσικομαθηματική πλευρά της ανθρώπινης βούλησης



Μυστήριο ον ο άνθρωπος. Παρά την πεπερασμένη φύση του, ως άλλο ένα υλικό κατασκεύασμα , ενέχει τη ρευστότητα που θα τη ζήλευαν και τα πιο «άτακτα» αέρια.

Μέσα σ’ αυτή τη ρευστότητα, τα «όρια» φαντάζουν ως ένα κολάρο που φοριέται για να προστατέψει, δήθεν, αυτό το πεπερασμένο όν από την υπερβολική αύξηση της εντροπίας, που πιθανών να είχε καταστρεπτικές συνέπειες γι’ αυτόν και (κυρίως) για τους υπόλοιπους ομοίους του.

Και εδώ έρχεται η «βούληση». Θυμάμαι μια χαρακτηριστική ταινία που βασίζεται σ’ αυτήν ακριβώς την ανθρώπινη ιδιότητα, το Gattaca (1997). Ένας γενετικά μη προικισμένος άνθρωπος καταφέρνει να υποσκελίσει αυτούς που είχαν τις τέλειες γενετικές προδιαγραφές. Το μυστικό της επιτυχίας του; Η τόλμη, κατ’ άλλους θράσος, να μην δεσμεύεται στο κολάρο του, και αντί να «τον πηγαίνουν βόλτα», να πηγαίνει αυτός βόλτα τους άλλους. Ή με άλλα λόγια να βλέπεις πως η διαφορά του προσδοκώμενου από το πραγματικό αποτέλεσμα να είναι αρνητική και παρ’ όλα αυτά να ποντάρεις στο προσδοκώμενο. Φαντάζομαι αυτό είναι το είδος τον ανθρώπων που γράφουν τελικά την ανθρώπινη ιστορία…

Προσωπικά δεν ξέρω αν διαθέτω αυτήν την ψυχική δύναμη. Πολύ θα ήθελα να το πιστέψω πως ναι… Όμως, ο χρόνος είναι ο καλύτερος κριτής και η ιστορία δεν έχει γραφτεί ακόμα!