Φαντάζομαι όλα ξεκίνησαν όταν οι πρώτοι ήχοι ενός πιάνου, που ενοχλείται από το αδέξιο παίξιμο ενός αρχάριου, ενόχλησαν με τη σειρά τους τα αυτιά μου, σε μια ηλικία που δεν μπορούσα ακόμα να εκφράσω την δυσαρέσκειά μου παρά μόνο με το κλάμα. Ένα-δυο χρόνια αργότερα ακολούθησαν κάποιες ιστορικές οικογενειακές ηχογραφήσεις, με βάση τις οποίες μάλλον δεν θα μπορούσα να χαρακτηριστώ ως το παιδί θαύμα, καθώς το παιδικό τραγουδάκι : μι-ντο, μι- ντο, φα-μι-ρε, σολ-σολ-λα-σι-ντο-ντο-ντο, απαιτούσε συλλογικές προσπάθειες για να ακουστεί από τα δάκτυλά μου. Έτσι έμαθα τη λέξη «μουσική».
Δεν με απασχόλησε για πολύ καιρό τι μπορεί να σημαίνει. Έλεγα απλά «αυτό μ’ αρέσει» ή «αυτό δεν μ’ αρέσει», στα ερεθίσματα που έφταναν στα ακουστικά κέντρα του εγκεφάλου μου. Κάποια στιγμή μάλιστα δοκίμασα να αναπαράγω τους ήχους που μου άρεσαν, είτε με την φωνή, είτε αργότερα, με το αγαπημένο μου έγχορδο.
Κατά περίεργο τρόπο, η συμβατική μουσική εκπαίδευση δεν με συγκινούσε. Παρ’ ότι έμαθα τελικά τις βασικές αρχές της αρμονίας και όλη την σχετική θεωρία των διαστημάτων, το έκανα περισσότερο σαν αναγκαίο κακό παρά αναγνωρίζοντας την χρησιμότητά τους. Οι ερωτήσεις : «γιατί να το κάνω;» και «τι χρησιμότητα μπορεί να έχουν» συναντούσε το κενό ή την εξίσου συμβατική απάντηση πως είναι απαραίτητα για να καταλάβει κανείς την μουσική (ή απλά να καταλήξει να πάρει το πτυχίο). Απαντήσεις που μου θύμιζαν τις περιπτώσεις καθηγητών, που ζητάγαν να μάθεις τις ταυτότητες της άλγεβρας (τυποποιημένες λύσεις σύνθετων αλγεβρικών παραστάσεων) χωρίς να σου έχουν δείξει ποτέ την απόδειξη, αφήνοντας να πλανάται μια αόριστη αντίληψη πως πρόκειται για κάποιο «μαγικό κόλπο».
Στην περίπτωση βέβαια της μουσικής υπάρχει όντος κάτι μαγικό, όχι όμως ως προς τη γένεση του ακουστικού ερεθίσματος που χαρακτηρίζεται με τον όρο «μουσική», αλλά μάλλον ως προς το αποτέλεσμα που επιφέρει. Πιθανόν να ήταν αυτό που έκανε τον Πυθαγόρα να φαντάζεται στα βασικά διαστήματα τη θεϊκή παρέμβαση, που τα ήθελε να αντιστοιχούν με αποστάσεις των πλανητών του ηλιακού μας συστήματος μεταξύ τους.
Η «αρμονία των σφαιρών», όπως ονόμασε την θεωρία του, ήταν η μουσική που παρήγαγαν οι πλανήτες με την κίνησή τους, αλλά οι άνθρωποι αδυνατούσαν να την ακούσουν γιατί είτε ήταν τόσο δυνατή που θα τους κούφαινε , είτε απλά, επειδή την άκουγαν από την γένεση τους, δεν την πρόσεχαν. Περίεργο, που μετά από δυόμισι χιλιάδες χρόνια βρέθηκε πως κάποια αστέρια όντως μπορούν να τραγουδούν , όχι όμως με την κίνησή τους, αλλά λίγο πριν το θάνατό τους, κάτι σαν κύκνειο άσμα...
Τώρα ξέρουμε πως ο ήχος δεν είναι μαγικό κόλπο. Είναι απλά ένα κύμα. Αγνή μεταφορά ενέργειας δηλαδή. Χωρίς την παραμικρή μετατόπιση ούτε ενός μορίου ύλης. Η μουσική είναι φυσική! (Κάτι που έκανε τον Αϊνστάιν να λέει πως αν δεν γινόταν φυσικός, θα κατέληγε μουσικός...) Κάθε μουσικό όργανο δεν είναι τίποτα άλλο από κατασκευή, που προορίζεται να μετατρέψει την ενέργεια, την οποία συνεισφέρει ο μουσικός, σε κατάλληλα κύματα, τα οποία καλείται ο κάθε ακροατής να τα αφουγκραστεί, και σαν καλός σερφίστας να απογειωθεί, ακολουθώντας τις θάλασσες τις φαντασίας του.
Η «αρμονία των σφαιρών» έγινε η «αρμονία των αριθμών»: μια σειρά ήχων είναι αρμονικοί μεταξύ τους όταν οι συχνότητες των κυμάτων τους συνδέονται με συγκεκριμένες αναλογίες. Και τώρα τίθεται το ερώτημα: είναι το αυγό που κάνει την κότα ή η κότα το αυγό; Είναι οι αναλογίες που καθορίζουν τις αρμονίες ή είναι το όργανο-υποδοχέας που καθορίζει το αρμονικό και το μη αρμονικό; Ο υποδοχέας, βέβαια, δεν είναι άλλο από το ακουστικό μας νεύρο, που τελικά καταλήγει σ’ αυτό που θεωρητικά πρέπει να γεμίζει το εσωτερικό της κρανιακής μας κοιλότητας.
Οι τελευταίες εξελίξεις στην ψυχολογία της μουσικής δείχνουν πως οι αναλογίες των συχνοτήτων, που χαρακτηρίζουν τους αρμονικούς ήχους, και μόνο αυτές, είναι ικανές να διεγείρουν τα μουσικά κέντρα του εγκεφάλου με τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργήσουν το αίσθημα της ευφορίας, ανάλογο με αυτό που νιώθουμε με το φαγητό ή το σεξ, ή κατά την επήρεια παραισθησιογόνων ουσιών (1). Βρέθηκαν και κάποιοι που σύνδεσαν το ερέθισμα της μουσικής με την μεταβολή του επιπέδου βασικών ορμονών, που επηρεάζουν την γενικότερη συμπεριφορά των ανθρώπων, όπως είναι η τεστοστερόνη (2). Η «πολυτέλεια» της μουσικής μετατρέπεται ξαφνικά σε αναγκαιότητα, αν όχι σε ένστικτο...
Νομίζω πως επιτέλους μπορώ να αποδώσω έναν ορισμό στη λέξη «μουσική». Είναι μια διαρκώς παλλόμενη ενέργεια, που συντονίζεται με την ενέργεια του δικού μας οργανισμού, για να μας εξιτάρει, να μας γαληνεύσει, και τελικά να μας προσφέρει διόδους φυγής. Ο Albert Schweitzer-φυσικός , μουσικός και φιλάνθρωπος- συνήθιζε να λέει «Υπάρχουν δύο μέσα , για τους φυγάδες από την μιζέρια της ζωής: η μουσική και οι γάτες.» Προσωπικά έχω κάνει κατάχρηση και στους δύο!
Η σχέση μου με το αγαπημένο μου έγχορδο παραμένει εντελώς προσωπική και αυστηρά ακατάλληλη για τα αυτιά του ευρύτερου κοινού. Όμως αυτό δεν αλλοιώνει σε τίποτα την χρηστική του αξία ως προς εμένα. Δεν χρειάζεται να είναι μουσικός κάποιος για να μπορεί να ακούει, ούτε χρειάζεται να έχει γνώσεις ανώτερων θεωρητικών για να μπορεί να νιώθει την αρμονία. Η μουσική έχει ψυχή- την δική μας, έχει αισθήματα-αυτά που της εμπιστευόμαστε εμείς. Και αυτό είναι κάτι που δεν χρειάζεται να διδαχτεί...
(2) Fukui, H.(2001).Music and testosterone. A new hypothesis for the origin and function of music. In Robert J.Zatorre,(Eds.),Annals of the New York Academy of Sciences.Vol.930,448-451.
(3) Hawkins, Sir J. A. General history of the science and practice of music (Vol.1). London: Dover, 1963. (Originally published, 1853.)