5/10/11

Η αβάσταχτη ελαφρότητα του Eίναι…


« …Και τι μπορεί να αξίζει η ζωή αν η πρώτη πρόβα για τη ζωή, είναι η ζωή η ίδια;»  
Μιλαν Κούντερα
  

Πάνε δυο-τρια χρόνια τώρα , που γνώρισα ένα ηλικιωμένο ζευγάρι. Τυχαία, όπως συνήθως συμβαίνουν τα πράγματα. Σ’ έναν τόπο που το περιμένεις λιγότερο απ’ όλα, βρεθήκαμε συντοπίτες με την κύρια Βάσω. Ανταλλάξαμε τηλέφωνα, και αραιά και που δίναμε στίγμα η μία στην άλλη. Κάποια στιγμή τα τηλεφωνήματα αραίωσαν. Μέσα στην φουρτούνα της δικής μου μιζέριας δεν μπήκα στον κόπο να την αναζητήσω. Και προχθές χτύπησε το κινητό μου. Χάρηκα όταν είδα τον αριθμό της. Όμως τα νέα δεν ήταν ευχάριστα… Έφυγε ο κύριος Παντελής για το ταξίδι το τελευταίο.… Πάνε έξι μήνες τώρα. 

Αισθάνθηκα γαϊδούρα που δεν την αναζήτησα εγώ νωρίτερα. «Η οικογένειά μου ήταν πολύ φτωχιά. Ήταν δύσκολοι καιροί τότε. Εγώ ψωμάκι έφαγα από τα χέρια του άντρα μου» τη θυμάμαι να λέει. Κοντά πενήντα χρόνια παντρεμένοι, και την τελευταία φορά που τους είδα μαζί, ακόμα πείραζαν ο ένας τον άλλον σαν φρεσκοερωτευμένο ζευγαράκι. «Εκείνο που με στεναχωρεί περισσότερο» μου έλεγε στο τηλέφωνο, «είναι που ταλαιπωρήθηκε πολύ πριν φύγει. Η αρρώστια τον άλλαξε και είχε γίνει άλλος άνθρωπος. Του είχε στερήσει την αξιοπρέπειά του. Δεν του άξιζε αυτό. Δεν είχε κάνει κακό σε κανέναν σε όλη του τη ζωή. Ήταν άδικο να φύγει έτσι…»

Καθώς το τηλεφώνημα της κυρίας Βάσως με βρήκε σε περίοδο αυτό-επαναπροσδιορισμού, αναρωτήθηκα τι είναι χειρότερο: το να το ζήσεις και να το χάσεις ή να μην το ζήσεις ποτέ; Δεν κατάφερα να αποφασίσω.
Και επειδή οι συμπτώσεις μερικές φορές κάνουν την ζωή πολύ πικάντικη, προσθέτοντας γενναία δόση μαύρου χιούμορ, στον τελευταίο μου περίπατο έγινα μάρτυρας αυτής ακριβώς της παιχνιδιάρικης διάθεσης της καθημερινότητάς μας. Μια σειρά ανθοστολισμένα αυτοκίνητα διέσχιζαν τη λεωφόρο,  κορνάροντας και προκαλώντας συνωστισμό, στο δρόμο τους για την εκκλησία.  Στο ακριβώς επόμενο φανάρι από αυτό που έστριψαν τα αυτοκίνητα, ανάμεσα σε συνωστισμένο πλήθος περίεργων, ένα ασθενοφόρο περίμενε να πάρει κάποιο δυστυχή που πήγε να περάσει το δρόμο, και ένας απρόσεκτος οδηγός δεν τον άφησε. Μια γυναίκα έμπαινε συνοδός στο ασθενοφόρο σκουπίζοντας με το μαντίλι τα μάτια της.

Στο μυαλό μου ήρθε το μυθιστόρημα του Μιλαν Κούντερα, όπου κάπου στην αρχή θέτει το ερώτημα γιατί το «βαρύ» θα πρέπει να ανήκει στον αρνητικό και το «ελαφρύ» στο θετικό πόλο των αντιθέτων. Και αν το «βαρύ» της ανθρώπινης ύπαρξης είναι η επαναληπτικότητα των στιγμών, και το «ελαφρύ» η μοναδικότητά τους, πως μπορούμε να αποφασίσουμε μονοσήμαντα ποιο από τα δύο είναι προτιμότερο; «Δεν μπορεί κανείς ποτέ να ξέρει αυτό που πρέπει να θέλει, γιατί έχουμε μόνο μια ζωή και δεν μπορούμε ούτε να τη συγκρίνουμε με προηγούμενες ζωές ούτε να την επανορθώσουμε σε ζωές επερχόμενες…» διαβάζουμε τις σκέψεις του ήρωα του μυθιστορήματος. «Διανύουμε το παρόν με τα μάτια κλειστά. Μας επιτρέπεται μόνο να νιώθουμε και να μαντεύουμε τι είναι αυτό που πραγματικά βιώνουμε. Μόνο πολύ αργότερα, όταν το ύφασμα πια έχει ξεδιπλωθεί, βλέπουμε το παρελθόν και ανακαλύπτουμε τι είναι αυτό που βιώσαμε και τι νόημα είχε.»

Όλη μας η ζωή φαντάζει μια ακροβασία μεταξύ της παρόρμησης να υποκύψουμε στους νόμους της βαρύτητας, και να παραμείνουμε γήινοι και προσγειωμένοι, και της ατίθασης διάθεσης να πετάξουμε, γευόμενοι την ανάλαφρη γοητεία του ανεπανάληπτου της στιγμής. Ο έρωτας, ως γεγονός αδιαμφισβήτητα καθοριστικό στις ζωές των ανθρώπων, δεν θα μπορούσε να ξεφεύγει του κανόνα.

«Ο έρωτας εξ ορισμού είναι ένα δώρο που δεν μας αξίζει. Το να είσαι αγαπητός χωρίς να το αξίζεις είναι η ίδια η απόδειξη της πραγματικής αγάπης. Αν μια γυναίκα μου λέει: "Σ’ αγαπάω γιατί είσαι έξυπνος, τίμιος, μου πλένεις τα πιάτα, μου αγοράζεις δώρα και δεν κυνηγάς γυναίκες," τότε απογοητεύομαι. Τέτοια αγάπη μοιάζει περισσότερο με ιδιοτελής επιχείρηση. Πόσο πιο γαργαλιστικά ηδονικό είναι να ακούσεις: "Είμαι τρελή για σένα παρ’ ότι δεν είσαι ούτε έξυπνος, ούτε τίμιος, παρ’ ότι είσαι ψεύτης, εγωιστής και κάθαρμα"…» εξομολογείται ο συγγραφέας. 

Αλήθεια πόσες φορές στη ζωή μας θα αγαπηθούμε τόσο απελπιστικά παράφορα, γι’ αυτό που πραγματικά είμαστε και όχι γι’ αυτό που μπορεί να αντιπροσωπεύουμε στα μάτια του άλλου; Μία; Αν είμαστε τυχεροί… Και τότε είναι που περισσότερο από οτιδήποτε άλλο αναζητούμε τη βαρύτητα της προσγειωμένης επαναληπτικότητας, ρουφώντας διψασμένα τις στιγμές και περιμένοντας εναγωνίως αυτές που θα ‘ρθουν.


28/3/11

«I’ve got a dream…»



Αχ αυτά τα παραμύθια! Πρέπει κάποια στιγμή να πείσω τον εαυτό μου ότι είναι ανούσια δημιουργήματα της φαντασίας μας… Όμως αν το κάνω αυτό τι θα μου μείνει; Ένας κόσμος που είναι πιο παράλογος από το παρανοϊκότερο παραμύθι;
Έχω πάψει εδώ και καιρό να παρακολουθώ ειδήσεις γιατί μου δημιουργούν κατάθλιψη. Πράξη δειλίας θα μου πεις; Άρνηση αποδοχής της πραγματικότητας; Μπορεί... Όμως ποιας πραγματικότητας; Της δικής τους η της δικής μου;

Γιατί προς μεγάλη μου απογοήτευση διαπιστώνω πως αυτά τα δύο είναι εντελώς ασύμβατα μεταξύ τους. Στη δική μου πραγματικότητα υπάρχει ακόμα χρώμα και φως, ταξιδιάρικα πουλιά και ουράνια τόξα. Υπάρχει και ένας Ντάνκο  που σηκώνει την φλογερή καρδιά του ψηλά , για να διαλύει τα σκοτάδια του Μαύρου Δάσους.  Στη δική τους, το Μαύρο Δάσος έχει καταπιεί όποιον τόλμησε να αψηφήσει τη φοβέρα του αδιαπέραστου βάθους του, και το γκρίζο του ουρανού έχει θαμπώσει και το πιο φωτεινό ουράνιο τόξο. Όσο για την καρδιά του Ντάνκο, ποδοπατιέται κάθε μέρα, μην τυχών και αναζωπυρώσει την σπίθα της αισιοδοξίας στα γεμάτα απόγνωση μάτια του κόσμου…

«Στη ζωή, μη ζητάς να βρείς ποιος είναι ο δικαστής,
Να περπατάς και πάντα να κοιτάς που θα πάς να κρυφτείς…»,
μας λέει ο Γκάτσος στο «Χορό των Σκύλων» . Αυτό που δεν καταλαβαίνω βέβαια, είναι το γιατί θα πρέπει να περιμένουμε να δικαστούμε από κάποιον άλλον για να βρούμε το δίκιο της ύπαρξής μας; Ποιος είναι αυτός, τέλος πάντων, που βάζει κανόνες στη ζωή μας αν όχι εμείς οι ίδιοι;
Και μη μου πείτε ο Θεός! Θεωρώ πως η έννοια της υπέρτατης δύναμης είναι η απλοϊκή εξήγηση των τυχαίων γεγονότων, που εναλλακτικά θα μπορούσαν να εξηγηθούν από τους νόμους των πιθανοτήτων, αν κάποιος έμπαινε στον κόπο να τους εφαρμόσει στα αποτελέσματα των καθημερινών μας αποφάσεων. Οπότε αμέσως-αμέσως αναιρούνται και τα βασικά αξιώματα των δύο πολυπληθέστερων θρησκειών, που μας λένε πως είμαστε εδώ είτε για να λατρεύουμε το Θεό (Ισλαμ), είτε για να τον προσομοιάσουμε (Χριστιανισμός).

«Καληνύχτα, Κεμάλ. Αυτός ο κόσμος δεν θα αλλάξει ποτέ…». Άλλη μια μοιρολατρική τοποθέτηση του Γκάτσου (και όχι μόνο, φυσικά…). Και αναρωτιέμαι: μα ο κόσμος δεν είμαστε εμείς οι ίδιοι; Εσύ και εγώ, ο κολλητός μου και ο γείτονάς μου; Αν δεν κάνουμε κάτι εμείς, ο καθένας μας στην εμβέλεια της δικής του ζωής,  πως περιμένουμε κάτι να αλλάξει;  Ίσως τελικά το  μεγαλύτερο πρόβλημα του σημερινού μας κόσμου είναι ακριβώς το γεγονός, πως δεν συνειδητοποιούμε τη συμβολή που έχει ο καθένας μας στη διαμόρφωσή του.
Να κάτι που μπορούμε να διδαχτούμε από την ιστορία….Αν γυρίσουμε πίσω στο χρόνο, και σκαλίσουμε μερικά από τα τρανταχτά ιστορικά γεγονότα που κυριολεκτικά άλλαξαν τον κόσμο, όπως οι κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου,  η ανακάλυψη της Αμερικής, η εξερεύνηση του διαστήματος, θα διαπιστώσουμε με έκπληξη ότι ξεκινάνε από όνειρα μερικών ανθρώπων, που αρνήθηκαν να δεχτούν την μοιρολατρική αντίληψη «έτσι είναι ο κόσμος και δεν αλλάζει».
Η κοινότυπη έκφραση «για μια ιδέα ζούμε» ίσως είναι πιο αληθινή απ’ ότι αρχικά φαίνεται. Μικρά καθημερινά όνειρα, φέρνουν την αιώνια αναζήτηση του σκοπού της ανθρώπινης ύπαρξης, πιο κοντά στα μέτρα μας. Σαν μικρά φαναράκια φωτίζουν το μονοπάτι της ζωής μας, και έχουν την δύναμη να μας ζεσταίνουν, προστατεύοντας το πολυτιμότερο κομμάτι του εαυτού μας από την διαβρωτική επίδραση της πραγματικότητας των άλλων. Και είναι μια ιδιότητα πέρα για πέρα ανθρώπινη, που έχοντας βαθιές ρίζες στην έμφυτη παιδικότητά μας, μας φέρνει πιο κοντά στους ομοίους μας.


"She’s got a dream
He’s got a dream
They’ve got a dream
We’ve got a dream
So our differences ain’t really that extreme
Were one big team..!"

 Η πιο κερδοφόρα επιχείρηση θα ήταν αυτή που πουλάει όνειρα. Και η πιο ανήθικη ταυτόχρονα… Γιατί τα όνειρα είναι από εκείνα τα λίγα πράγματα που δεν πουλιούνται και δεν αγοράζονται, και είναι πιο ιερά και από την ανθρώπινη ζωή. Οι άνθρωποι πεθαίνουν, τα όνειρά τους, όμως, μπορούν και αποκτούν δική τους βούληση και συνεχίζουν να ζουν σ’ αυτούς που μένουν πίσω. Οι μεγαλύτεροι ηγέτες είναι αυτοί που έχουν την ικανότητα να ξυπνάνε τα καλά κρυμμένα όνειρα στις ψυχές των ανθρώπων, και να τα αναζωπυρώνουν μέχρι που να γίνουν φλόγα, ικανή να τσουλήσει την ατμομηχανή της ιστορίας.

Προσωπικά πιστεύω πως οι δυνατότητες του ανθρώπινου είδους είναι απεριόριστες, σε βαθμό που και το πιο τρελό όνειρο μπορεί να γίνει πραγματικότητα. Απλά έχουμε την τάση, σαν άλλοι Βουκεφάλες, να εστιάζουμε το βλέμμα μας στις σκιές, και χλιμιντρίζουμε πεισματικά, μη τολμώντας να ξεκολλήσουμε από όλα αυτά που μας φοβίζουν. Το όνειρο έρχεται σαν το χέρι του Αλέξανδρου, να μας δείξει προς τα πού πρέπει να κοιτάξουμε, για να γίνουμε αυτό που κατά βάθος θέλουμε να είμαστε...
Αλήθεια, ποιο είναι το δικό σας όνειρο;

2/3/11

Άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας


« … η ομορφιά δεν είναι ανάγκη, αλλά έκσταση… Δεν είναι η εικόνα που θα δείτε ή το τραγούδι που θα ακούσετε. Είναι μάλλον μια εικόνα που βλέπετε, παρόλο που κλείνετε τα μάτια σας, κι ένα τραγούδι που ακούτε, παρόλο που κλείνετε τα αυτιά σας…» Kahlil Gibran



Μπαίνω στο σπίτι φορτισμένη, κουβαλώντας όλη την ασχήμια του κόσμου μέσα μου, και ανοίγοντας την πόρτα αντικρίζω τον γάτο μου. Είναι πανέμορφος ο γάτος μου! Ο ομορφότερος γάτος του κόσμου! Και ας έχει ζαρώσει λίγο λόγο της ηλικίας του, και ας είναι φαφούτης, και του τρέχουν τα σαλάκια που και που. «Μουρρρ», μου κάνει…Και η ασχήμια μέσα μου αρχίζει να διαλύεται....

Έχω αναρωτηθεί πολλές φορές στη ζωή μου τι είναι αυτό που κάνει κάτι ή κάποιον όμορφο. Και τι σημαίνει «ομορφιά»; Για παράδειγμα, κάποιος που έχει μάθει να σιχαίνεται ή και να φοβάται τις γάτες, φαντάζομαι πως το τελευταίο πράγμα που θα έλεγε για το γάτο μου είναι ότι είναι όμορφος…

Έτυχε κάποτε να παρακολουθήσω μια ομιλία σε ένα σεμινάριο, με μάλλον βαρετό θέμα (κάτι που είχε σχέση με διασταυρώσεις κουνουπιών, απ’ ότι θυμάμαι). Η ομιλήτρια, μια κυρία κάποιας ηλικίας, με όχι κάτι ιδιαίτερο στην εμφάνιση της, ξεκίνησε να μιλάει, πολύ απλά, και ήρεμα, χωρίς να προσπαθεί να κερδίσει εντυπώσεις, ή να τραβήξει την προσοχή. Όταν τελείωσε, δέχτηκε το πιο ζεστό χειροκρότημα του σεμιναρίου. Εξέπεμπε μια τέτοια γλυκύτητα και ζωντάνια που δεν μπορούσες να τραβήξεις το βλέμμα σου από πάνω της. Σε κέρδιζε χωρίς να χρησιμοποιήσει κανένα από τα συνηθισμένα μέσα που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι για να κερδίσουν την προσοχή. Θεωρώ πως ήταν απλά αυτό που θα έλεγε κανείς «πολύ όμορφος άνθρωπος»….

Όμως το ερώτημα συνεχίζει να αιωρείται: πως ορίζεται η ομορφιά;

Μια τόσο συνηθισμένη έννοια και όμως, όσο περίεργο και αν ακούγεται, κανένας δεν κατάφερε να δώσει έναν ορισμό. Ούτε καν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι, που τίποτα δεν άφηναν να πέσει κάτω, χωρίς να το συνδέσουν με έναν σεβαστό αριθμό φιλοσοφικών ερμηνειών. Και τέλος πάντων, ως ιδιότητα των ανθρώπων και των πραγμάτων, τι …εμβέλειας είναι;

Οι επικρατούσες απόψεις επί του θέματος είναι δύο: η μία θέλει την ομορφιά να είναι εντελώς επιφανειακή, «επιδερμική» για την ακρίβεια (skin-deep), και η άλλη τοποθετεί την ομορφιά σε καθαρά υποκειμενικό επίπεδο, να εξαρτάται από τον κάτοχο του ματιού που την βλέπει ( in the eye of beholder). Και πάλι όμως, κανένας δεν κατάφερε να κατονομάσει συγκεκριμένα γνωρίσματα, που να έχουν καθολική ισχύ για όλα τα όμορφα πράγματα, ώστε να επιβεβαιώσει τον έναν ή τον άλλον ισχυρισμό. Μάλιστα, ο David Hume (φιλόσοφος της Αναγέννησης) έλεγε πως η ομορφιά δεν είναι καν κάποια ιδιότητα των αντικειμένων, υπάρχει μόνο στο μυαλό αυτού που τα παρατηρεί. Μόνο ο Πλωτίνος (έλληνας φιλόσοφος), σύνδεσε την έννοια της συμμετρίας με την έννοια της ομορφιάς, όχι όμως ως κάτι που διαθέτουν τα όμορφα πράγματα, αλλά ως κάτι που γεννούν ως αίσθημα , στον εξωτερικό παρατηρητή. Κι αν η ομορφιά δεν είναι ιδιότητα παρά κατάσταση, στην οποία μας υποβάλλουν κάποια αντικείμενα, είναι εντελώς φυσικό που έχει συνδεθεί με τις δύο κυρίαρχες, για τον άνθρωπο, αισθήσεις, την όραση και την ακοή. Έτσι μιλάμε για όμορφη εικόνα και όμορφη μουσική, ενώ δεν λέμε, για παράδειγμα, όμορφη μπριζόλα ή όμορφο χάδι.

Προσωπικά, βέβαια, πιστεύω πως μιλώντας για την ομορφιά, είναι αδύνατον να μείνει κάποιος στην επιφάνεια. Δηλαδή, πέρα από το γεγονός ότι ο γάτος μου θα μπορούσε αντικειμενικά να χαρακτηριστεί όμορφος, αν τον βλέπαμε σαν φωτογραφία, μου είναι αδύνατον να απομονώσω την εικόνα που βλέπουν τα μάτια από την σκέψη πως είναι ο Καίσαρας, που έχουμε παίξει τόσες φορές μαζί, που έχει κάτσει τόσες φορές στα γόνατά μου και έχει δεχτεί να μ’ ακούσει αδιαμαρτύρητα να του τα ψάλω, (χωρίς βέβαια να με λαμβάνει υπ’ οψη του). Και παρ’ ότι η εικόνα και το άκουσμα της ομιλήτριας μπορεί να ήταν ευχάριστα από μόνα τους, ήταν η ικανότητά της να αγγίζει κάποια κουμπάκια του μυαλού των ακροατών που την έκαναν να φαντάζει τόσο ξεχωριστή. Άρα η προηγούμενη γνώση και το «ραφινάρισμα» του μυαλού είναι εξίσου σημαντικό με το ερέθισμα, για να μπορέσεις να βιώσεις τελικά αυτό το ευχάριστο αίσθημα ευφορίας και αρμονίας, που αποδίδουμε στην ομορφιά.

Αυτό, ωστόσο, είναι δίκοπο μαχαίρι. Γιατί, αν για παράδειγμα, το μυαλό σας έχει συνδέσει την όμορφη εικόνα με ιδιότητες όπως, ευγένεια, καλοσύνη, ηθική κλπ, κλπ., βλέποντας ένα «όμορφο» ανθρώπινο πρόσωπο, έχει την τάση να αποδίδει και όλα τα παρελκόμενα ως ιδιότητες του κατόχου του όμορφου προσώπου. Έλα μου όμως, που αυτό μπορεί να αποδειχτεί μέγα σφάλμα, όπως μας διδάσκει ο Oskar Wilde στο πορτρέτο του Ντοριαν Γκρέι. Aπό την άλλη πάλι, έχουμε το παράδειγμα του Τέρατος, στην «Ωραία και το Τέρας», όπου η αποκρουστική εικόνα καμουφλάρει έναν όμορφο εσωτερικά άνθρωπο. Φυσικά, αν ζούσαμε σε μια κοινωνία τεράτων, τα πράγματα θα ήταν πολύ διαφορετικά για την όμορφη, η οποία θα έπρεπε να αποδείξει ότι δεν είναι τέρας.

Και εδώ φτάνουμε σε ένα άλλο λεπτό σημείο: πως αποκτούμε την αντίληψη του τι είναι όμορφο και τι όχι, αφού δεν υπάρχει κάτι αντικειμενικό να το προσδιορίζει; Ή μήπως τελικά υπάρχει; Γιατί αν δεν υπάρχει, τι είναι αυτό που βραβεύουμε στα καλλιστεία ομορφιάς; Και αν μιλάμε για καλλιστεία σκύλων ή αγελάδων, μπορώ να σκεφτώ μερικά χαρακτηριστικά που κάνει τους νικητές να ξεχωρίζουν, όπως τα στητά καπούλια ή οι αυθεντικές, για την ράτσα, γραμμές του προφίλ, τα στητά αυτιά, το χρώμα κλπ. Αν όμως μιλάμε για καλλιστεία ανθρώπων; Να υποθέσουμε ότι υπάρχουν και για μας κάποια διακριτά χαρακτηριστικά που συνθέτουν την «αυθεντική ομορφιά του είδους μας»; Εντύπωση επίσης μου κάνει που οι διαγωνιζόμενοι στα καλλιστεία ανθρώπων (σε αντίθεση με αυτά των ζώων) είναι κατά κανόνα γένους θηλυκού. Μήπως έχει αυτό να κάνει με την αναπαραγωγική τους ικανότητα; Δηλαδή, διαλέγουμε και προβάλουμε αυτό που συγκεντρώνει τα πιο ισχυρά, από γενετικής απόψεως, στοιχεία, ώστε να διασφαλιστεί η ασφαλής διαιώνιση του είδους;

Τότε όμως η έννοια της ομορφιάς διαστρεβλώνεται οικτρά, γιατί εξ ορισμού, το όμορφο δεν έχει να κάνει με κάτι που είναι ζωτικής σημασίας για την επιβίωση. Πηγάζει από αυτό το περίσσευμα ενέργειας, στους νευρώνες του εγκεφάλου μας, που το θεωρούμε εξελικτικό προνόμιο του είδους, και που ουδεμία σχέση με τις βασικές ανάγκες έχει. Δηλαδή, η ικανότητα να βλέπεις την ομορφιά δεν είναι ενστικτώδης παρόρμηση, αλλά ενδεικτικό της ψυχικής ευαισθησίας και καλλιέργειας, πάνω στα οποία μπορεί να επιδράσει προσθετικά και η αισθητική αγωγή, ώστε η πιθανότητα να βρεις κάτι όμορφο γύρω σου (άρα και να βιώσεις το ευχάριστο αίσθημα που σου γεννάει), να είναι μεγαλύτερη.

Άλλη μια ιδιότητα της ομορφιάς είναι ότι σχετίζεται με την μειοψηφία. Δηλαδή, αν η ομορφιά θα ήταν παντού και στον ίδιο βαθμό, τότε δεν θα ήταν κάτι ξεχωριστό και δε θα υπήρχε λόγος συζήτησης. Συνεπώς, οφείλουμε να έχουμε και «νόρμες» ομορφιάς, που να καθορίζουν το σημείο πέρα από το οποίο κάτι θεωρείται όμορφο ή μέτριο ή και άσχημο. Με μια εξαίρεση, ίσως. Η ομορφιά της φύσης. Είναι το μόνο είδος ομορφιάς που δεν χρειάζεται να συγκριθεί με κάτι άσχημο για να ξεχωρίσει. Αλήθεια, υπάρχει κάτι που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί άσχημο στη φύση; Λιγότερο όμορφο σε σχέση με κάτι άλλο, μπορεί. Αλλά άσχημο; Η ομορφιά της φύσης, είναι ουσιαστικά η ίδια η κινητήριος δύναμη για ζωή, οπότε δεν θα μπορούσε να εμπεριέχει κάτι άσχημο.

Και ερχόμαστε σε ένα άλλο ερώτημα: τι σχέση μπορεί να έχει η ομορφιά με την τελειότητα; Η απάντηση είναι «καμία», εκτός κι αν θεωρήσουμε την τελειότητα εξίσου υποκειμενική έννοια με την ομορφιά. Μπορεί στην περίοδο της αναγέννησης να είχε διατυπωθεί η «χρυσή αναλογία», που όριζε τις αποστάσεις ώστε ένα έργο τέχνης να είναι αισθητικά ευχάριστο, ως τόσο, η κοινή παραδοχή είναι αυτή που διατυπώνει ο Francis Bacon: « Δεν υπάρχει εξέχουσα ομορφιά που να μην έχει ένα ψεγάδι στις αναλογίες της.»

Αλλά ας εστιάσουμε λίγο στην ομορφιά των ανθρώπων. Δεν μπορούμε να αμφισβητήσουμε πως το οπτικό ερέθισμα είναι αρκετά ισχυρό για να δημιουργήσει μια έντονη πρώτη εντύπωση. Όμως αυτή διαρκεί μερικά δευτερόλεπτα, άντε λεπτά. Η τελική εντύπωση μπορεί να είναι πολύ διαφορετική. Υπάρχει μια ρώσικη παροιμία που λέει «η υποδοχή είναι αντίστοιχη του ρούχου, ο αποχαιρετισμός είναι αντίστοιχος του μυαλού». Κωμική εκδοχή αυτής της ιδέας βρίσκουμε σε μια κωμωδία του 1983 με τον Στιβ Μάρτιν: «The man with two brains», όπου ένας νευροχειρουργός παντρεύεται μια πανέμορφη γυναίκα (Κάθλην Τέρνερ), την οποία γνωρίζει…λιπόθυμη, για να ανακαλύψει πολύ σύντομα ότι είναι επαγγελματίας του είδους, και στην απογοήτευσή του, ερωτεύεται παράφορα έναν…εγκέφαλο(!!!). Ο εγκέφαλος άνηκε σε μια πιανίστρια, πολύ όμορφη ως άνθρωπο, που όμως είχε ένα αχαλίνωτο πάθος με το φαγητό, όπως διαπιστώνει μετά από την μεταμόσχευση του εγκεφάλου της, στο τέλειο (πριν την μεταμόσχευση) σώμα της πρώην γυναίκας του. (Παρεμπιπτόντως, δεν υπάρχει πιο άσχημο αισθητικά όργανο στο ανθρώπινο σώμα, και ταυτόχρονα πιο όμορφο, ως προς τις λειτουργίες του, από τον εγκέφαλο! "The Beautiful Mind" )

Δυστυχώς, πριν φτάσουμε να ανακαλύψουμε την ομορφιά «εν τω βάθη», διαμορφώνουμε την συμπεριφορά και τις αντιδράσεις μας με βάση αυτό που επιφανειακά βλέπουν τα μάτια μας. Ή αυτό που μας λένε ότι πρέπει να βλέπουν τα μάτια μας. Έτσι, ας πούμε, στα μάτια της πάπιας, το ασχημόπαπο δεν είναι τίποτα παραπάνω από την ντροπή της οικογένειας, την στιγμή που στα μάτια του κύκνου, είναι ένας μελλοντικά εξαιρετικά όμορφος κύκνος. Κι αν το ασχημόπαπο επέλεγε να μείνει με τις πάπιες, κανένας δεν θα ξεχώριζε ποτέ τον κύκνο μέσα του, ούτε καν το ίδιο το ασχημόπαπο, γιατί τις περισσότερες φορές διαμορφώνουμε την εικόνα της προσωπικής μας ομορφιάς, καθρεπτιζόμενοι στα μάτια των άλλων. Γι' αυτό, λοιπόν, καλό είναι να έχουμε ένα δικό μας καθρεφτάκι στην τσέπη, κάτι σαν υποκατάστατο των νερών της λίμνης, και να ρίχνουμε καμιά ματιά, πριν κοιταχτούμε στα μάτια των άλλων. Έτσι ωστε, στην περίπτωση που οι «άλλοι» δεν διαθέτουν την ευαισθησία και την καλλιέργεια της ψυχής για να διακρίνουν τον κύκνο μέσα μας,  να μην χρειάζεται να κρύβουμε το μακρύ λαιμό μας, για να μοιάσουμε περισσότερο με πάπια…