5/10/11

Η αβάσταχτη ελαφρότητα του Eίναι…


« …Και τι μπορεί να αξίζει η ζωή αν η πρώτη πρόβα για τη ζωή, είναι η ζωή η ίδια;»  
Μιλαν Κούντερα
  

Πάνε δυο-τρια χρόνια τώρα , που γνώρισα ένα ηλικιωμένο ζευγάρι. Τυχαία, όπως συνήθως συμβαίνουν τα πράγματα. Σ’ έναν τόπο που το περιμένεις λιγότερο απ’ όλα, βρεθήκαμε συντοπίτες με την κύρια Βάσω. Ανταλλάξαμε τηλέφωνα, και αραιά και που δίναμε στίγμα η μία στην άλλη. Κάποια στιγμή τα τηλεφωνήματα αραίωσαν. Μέσα στην φουρτούνα της δικής μου μιζέριας δεν μπήκα στον κόπο να την αναζητήσω. Και προχθές χτύπησε το κινητό μου. Χάρηκα όταν είδα τον αριθμό της. Όμως τα νέα δεν ήταν ευχάριστα… Έφυγε ο κύριος Παντελής για το ταξίδι το τελευταίο.… Πάνε έξι μήνες τώρα. 

Αισθάνθηκα γαϊδούρα που δεν την αναζήτησα εγώ νωρίτερα. «Η οικογένειά μου ήταν πολύ φτωχιά. Ήταν δύσκολοι καιροί τότε. Εγώ ψωμάκι έφαγα από τα χέρια του άντρα μου» τη θυμάμαι να λέει. Κοντά πενήντα χρόνια παντρεμένοι, και την τελευταία φορά που τους είδα μαζί, ακόμα πείραζαν ο ένας τον άλλον σαν φρεσκοερωτευμένο ζευγαράκι. «Εκείνο που με στεναχωρεί περισσότερο» μου έλεγε στο τηλέφωνο, «είναι που ταλαιπωρήθηκε πολύ πριν φύγει. Η αρρώστια τον άλλαξε και είχε γίνει άλλος άνθρωπος. Του είχε στερήσει την αξιοπρέπειά του. Δεν του άξιζε αυτό. Δεν είχε κάνει κακό σε κανέναν σε όλη του τη ζωή. Ήταν άδικο να φύγει έτσι…»

Καθώς το τηλεφώνημα της κυρίας Βάσως με βρήκε σε περίοδο αυτό-επαναπροσδιορισμού, αναρωτήθηκα τι είναι χειρότερο: το να το ζήσεις και να το χάσεις ή να μην το ζήσεις ποτέ; Δεν κατάφερα να αποφασίσω.
Και επειδή οι συμπτώσεις μερικές φορές κάνουν την ζωή πολύ πικάντικη, προσθέτοντας γενναία δόση μαύρου χιούμορ, στον τελευταίο μου περίπατο έγινα μάρτυρας αυτής ακριβώς της παιχνιδιάρικης διάθεσης της καθημερινότητάς μας. Μια σειρά ανθοστολισμένα αυτοκίνητα διέσχιζαν τη λεωφόρο,  κορνάροντας και προκαλώντας συνωστισμό, στο δρόμο τους για την εκκλησία.  Στο ακριβώς επόμενο φανάρι από αυτό που έστριψαν τα αυτοκίνητα, ανάμεσα σε συνωστισμένο πλήθος περίεργων, ένα ασθενοφόρο περίμενε να πάρει κάποιο δυστυχή που πήγε να περάσει το δρόμο, και ένας απρόσεκτος οδηγός δεν τον άφησε. Μια γυναίκα έμπαινε συνοδός στο ασθενοφόρο σκουπίζοντας με το μαντίλι τα μάτια της.

Στο μυαλό μου ήρθε το μυθιστόρημα του Μιλαν Κούντερα, όπου κάπου στην αρχή θέτει το ερώτημα γιατί το «βαρύ» θα πρέπει να ανήκει στον αρνητικό και το «ελαφρύ» στο θετικό πόλο των αντιθέτων. Και αν το «βαρύ» της ανθρώπινης ύπαρξης είναι η επαναληπτικότητα των στιγμών, και το «ελαφρύ» η μοναδικότητά τους, πως μπορούμε να αποφασίσουμε μονοσήμαντα ποιο από τα δύο είναι προτιμότερο; «Δεν μπορεί κανείς ποτέ να ξέρει αυτό που πρέπει να θέλει, γιατί έχουμε μόνο μια ζωή και δεν μπορούμε ούτε να τη συγκρίνουμε με προηγούμενες ζωές ούτε να την επανορθώσουμε σε ζωές επερχόμενες…» διαβάζουμε τις σκέψεις του ήρωα του μυθιστορήματος. «Διανύουμε το παρόν με τα μάτια κλειστά. Μας επιτρέπεται μόνο να νιώθουμε και να μαντεύουμε τι είναι αυτό που πραγματικά βιώνουμε. Μόνο πολύ αργότερα, όταν το ύφασμα πια έχει ξεδιπλωθεί, βλέπουμε το παρελθόν και ανακαλύπτουμε τι είναι αυτό που βιώσαμε και τι νόημα είχε.»

Όλη μας η ζωή φαντάζει μια ακροβασία μεταξύ της παρόρμησης να υποκύψουμε στους νόμους της βαρύτητας, και να παραμείνουμε γήινοι και προσγειωμένοι, και της ατίθασης διάθεσης να πετάξουμε, γευόμενοι την ανάλαφρη γοητεία του ανεπανάληπτου της στιγμής. Ο έρωτας, ως γεγονός αδιαμφισβήτητα καθοριστικό στις ζωές των ανθρώπων, δεν θα μπορούσε να ξεφεύγει του κανόνα.

«Ο έρωτας εξ ορισμού είναι ένα δώρο που δεν μας αξίζει. Το να είσαι αγαπητός χωρίς να το αξίζεις είναι η ίδια η απόδειξη της πραγματικής αγάπης. Αν μια γυναίκα μου λέει: "Σ’ αγαπάω γιατί είσαι έξυπνος, τίμιος, μου πλένεις τα πιάτα, μου αγοράζεις δώρα και δεν κυνηγάς γυναίκες," τότε απογοητεύομαι. Τέτοια αγάπη μοιάζει περισσότερο με ιδιοτελής επιχείρηση. Πόσο πιο γαργαλιστικά ηδονικό είναι να ακούσεις: "Είμαι τρελή για σένα παρ’ ότι δεν είσαι ούτε έξυπνος, ούτε τίμιος, παρ’ ότι είσαι ψεύτης, εγωιστής και κάθαρμα"…» εξομολογείται ο συγγραφέας. 

Αλήθεια πόσες φορές στη ζωή μας θα αγαπηθούμε τόσο απελπιστικά παράφορα, γι’ αυτό που πραγματικά είμαστε και όχι γι’ αυτό που μπορεί να αντιπροσωπεύουμε στα μάτια του άλλου; Μία; Αν είμαστε τυχεροί… Και τότε είναι που περισσότερο από οτιδήποτε άλλο αναζητούμε τη βαρύτητα της προσγειωμένης επαναληπτικότητας, ρουφώντας διψασμένα τις στιγμές και περιμένοντας εναγωνίως αυτές που θα ‘ρθουν.